ὑπόστρωμα: Difference between revisions

(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostroma
|Transliteration C=ypostroma
|Beta Code=u(po/strwma
|Beta Code=u(po/strwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is spread under, bedding, litter</b>, ἵππου <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>5.2</span>, cf. Dsc.1.103, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>65.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that which is spread under]], [[bedding]], [[litter]], ἵππου X.''Eq.''5.2, cf. Dsc.1.103, ''Peripl.M.Rubr.''65.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[ce qu'on étend dessous]], [[matelas]], [[tapis]], [[litière]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόστρωμα:''' ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.
|lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]].
|mltxt=το / [[ὑπόστρωμα]], -ώματος, ΝΜΑ [[ὑποστρώννυμι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[υπόσαγμα]] («τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου ἐκφέρειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[υπέδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κατάστρωμα]] σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς [[κάτω]] από το ανώτατο [[κατάστρωμα]], κν. κουραδούρος<br /><b>3.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[μόριο]] ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική [[δράση]]<br /><b>4.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό [[διάλυμα]] και το οποίο χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού<br />β) [[κάθε]] [[ουσία]] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως [[πηγή]] τροφής και, κατ' [[επέκταση]], [[κάθε]] υλικό [[πάνω]] στο οποίο, εμφανίζεται [[ένας]] [[μικροοργανισμός]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την [[ανάπτυξη]] ορισμένων νόσων<br /><b>5.</b> (βοτ.-ζωολ.) η [[βάση]], λ.χ. το [[έδαφος]] ή [[ένας]] [[βράχος]], [[πάνω]] στην οποία [[είναι]] στερεωμένο ένα [[φυτό]] ή ένα εδραίο ζώο<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη [[μεταβολή]] της χημικής δομής του<br /><b>7.</b> <b>γλωσσ.</b> τα στοιχεία που απαντούν σε μια [[γλώσσα]] και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την [[ίδια]] αυτή [[γλώσσα]] ή από [[άλλη]] της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη [[γλώσσα]] που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια [[κατάκτηση]], [[θεομηνία]] ή οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>8.</b> <b>γεωλ.</b> [[στρώμα]] [[πάνω]] στο οποίο έχει αποτεθεί ένα [[άλλο]] [[στρώμα]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> το πραγματικό [[αλλά]] αφανές [[αίτιο]] μιας ενέργειας ή πράξης<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόστρωμα]] καταλύτη»<br /><b>χημ.</b> αδρανές υλικό [[πάνω]] στο οποίο αποτίθεται [[ένας]] [[ενεργός]] [[καταλύτης]] προκειμένου να αυξηθεί το [[εμβαδόν]] της επιφάνειάς του και, [[κατά]] [[συνέπεια]], η αποτελεσματικότητά του<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑποστρώννυμι]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>substrate</i> / <i>substratum</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόστρωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από [[κάτω]], [[στρώμα]], [[στρωμνή]], στρωσίδια, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπόστρωμα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is [[spread]] under, a bed, [[litter]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is spread under, bedding, litter, ἵππου X.Eq.5.2, cf. Dsc.1.103, Peripl.M.Rubr.65.

German (Pape)

[Seite 1234] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu'on étend dessous, matelas, tapis, litière.
Étymologie: ὑποστρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόστρωμα: ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόστρωμα: τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται ὑποκάτω, στρῶμα, στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ σάγμα στρῶμα, Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.

Greek Monolingual

το / ὑπόστρωμα, -ώματος, ΝΜΑ ὑποστρώννυμι
1. καθετί που στρώνεται από κάτω
2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το υπέδαφος
2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα, κν. κουραδούρος
3. (βιοχ.) μόριο ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική δράση
4. (μικρβλ.) α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό διάλυμα και το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσο καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού
β) κάθε ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως πηγή τροφής και, κατ' επέκταση, κάθε υλικό πάνω στο οποίο, εμφανίζεται ένας μικροοργανισμός
4. ιατρ. το σύνολο τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων νόσων
5. (βοτ.-ζωολ.) η βάση, λ.χ. το έδαφος ή ένας βράχος, πάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα φυτό ή ένα εδραίο ζώο
6. χημ. ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη μεταβολή της χημικής δομής του
7. γλωσσ. τα στοιχεία που απαντούν σε μια γλώσσα και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την ίδια αυτή γλώσσα ή από άλλη της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη γλώσσα που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια κατάκτηση, θεομηνία ή οποιονδήποτε άλλο λόγο
8. γεωλ. στρώμα πάνω στο οποίο έχει αποτεθεί ένα άλλο στρώμα
9. μτφ. το πραγματικό αλλά αφανές αίτιο μιας ενέργειας ή πράξης
10. φρ. «υπόστρωμα καταλύτη»
χημ. αδρανές υλικό πάνω στο οποίο αποτίθεται ένας ενεργός καταλύτης προκειμένου να αυξηθεί το εμβαδόν της επιφάνειάς του και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητά του
μσν.
κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστρώννυμι. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. substrate / substratum].

Greek Monotonic

ὑπόστρωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από κάτω, στρώμα, στρωμνή, στρωσίδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπόστρωμα, ατος, τό,
that which is spread under, a bed, litter, Xen.