τυραννοκτόνος: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyrannoktonos | |Transliteration C=tyrannoktonos | ||
|Beta Code=turanno/ktonos | |Beta Code=turanno/ktonos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, ἡ, < | |Definition=(parox.), ὁ, ἡ, [[tyrannicide]], [[slayer of a tyrant]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.14, Plu.2.256f, Luc. ''Tyr.''1, Lib.''Decl.''43.32:—as Adj., [[τυραννοκτόνο πάθος]], [[τιμαὶ τυραννοκτόνοι]], [[of slaying a tyrant]], Phalar.''Ep.''70.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[meurtrier d'un tyran]].<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[κτείνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυραννοκτόνος -ου, ὁ [[τύραννος]], [[κτείνω]] [[tirannendoder]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den [[Tyrannen]] [[mordend]], [[Tyrannenmörder]]</i>, Luc. <i>salt</i>. 65, <i>Tyrannic</i>. 1 und andere Spätere | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ [[тиранноубийца]] Plut., Luc. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ, ἡ ([[κτείνω]]), [[φονιάς]] τυράννου, σε Λουκ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106. | |lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=τῠραννο-[[κτόνος]], ὁ, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[slayer]] of a [[tyrant]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 27 March 2024
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ, tyrannicide, slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., τυραννοκτόνο πάθος, τιμαὶ τυραννοκτόνοι, of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
meurtrier d'un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννοκτόνος -ου, ὁ τύραννος, κτείνω tirannendoder.
German (Pape)
den Tyrannen mordend, Tyrannenmörder, Luc. salt. 65, Tyrannic. 1 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
τῠραννοκτόνος: ὁ тиранноубийца Plut., Luc.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ (κτείνω), φονιάς τυράννου, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.