ἀνάγλυφος: Difference between revisions

From LSJ
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaglyfos
|Transliteration C=anaglyfos
|Beta Code=a)na/glufos
|Beta Code=a)na/glufos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrought in low relief</b>, <b class="b3">ἀνδριάντες</b> Ps.Callisth.3.28; ἱστορίαι <span class="title">AP</span>3 tit.: <b class="b3">ἀνάγλυφα, τά,</b> <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.18</span>.</span>
|Definition=ἀνάγλυφον, [[wrought in low relief]], [[carved in bas-relief]], [[ἀνδριάντες]] Ps.Callisth.3.28; ἱστορίαι ''AP''3 tit.: [[ἀνάγλυφα]], τά, [[LXX]] ''3 Ki.''6.18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[esculpido en relieve]] ἱστορίαι <i>AP</i> 3.tít.<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[bajorrelieves]] ἀ. κέδρινα Sm.3<i>Re</i>.6.18, τοὺς [[γοῦν]] τῶν βασιλέων ἐπαίνους ... ἀναγράφουσι διὰ τῶν ἀναγλύφων Clem.Al.<i>Strom</i>.5.4.21.<br /><b class="num">2</b> [[esculpido en la parte de arriba]] de vasos, Isid.<i>Etym</i>.20.4.8.<br /><b class="num">3</b> subst. τὰ ἀ. [[objetos cincelados en plata]], <i>Anecd.Helu</i>.174.23.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0183.png Seite 183]] halb erhaben gearbeitet, geschnitzt, τὸ ἀν., = [[ἀναγλυφή]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάγλυφος''': -ον, ὁ ἀναγεγλυμμένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι κατὰ τὸ ἥμισυ, Βυζ.: τὸ ἀνάγλυφον = [[ἀναγλυφή]], Κλήμ. Ἀλ. 237.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάγλυφος]], -ον), 1. γλυπτή [[παράσταση]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] [[επάνω]] στην οποία [[είναι]] σκαλισμένη<br /><b>2.</b> λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική [[πλάκα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ανάγλυφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λέγεται [[επίσης]] για μη γλυπτές [[αλλά]] προεξέχουσες απεικονίσεις ([[ανάγλυφος]] [[χάρτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που απεικονίζεται, που περιγράφεται ζωηρά, [[ακριβής]], [[παραστατικός]], [[ζωντανός]]<br />«ανάγλυφη [[εικόνα]] της καταστροφής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγλύφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγλυφικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγλυφόλιθος]]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σκαλιστός]]). Ἀνά + [[γλύφω]] (=[[σκαλίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγλῠφος Medium diacritics: ἀνάγλυφος Low diacritics: ανάγλυφος Capitals: ΑΝΑΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: anáglyphos Transliteration B: anaglyphos Transliteration C: anaglyfos Beta Code: a)na/glufos

English (LSJ)

ἀνάγλυφον, wrought in low relief, carved in bas-relief, ἀνδριάντες Ps.Callisth.3.28; ἱστορίαι AP3 tit.: ἀνάγλυφα, τά, LXX 3 Ki.6.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 esculpido en relieve ἱστορίαι AP 3.tít.
subst. τὰ ἀ. bajorrelieves ἀ. κέδρινα Sm.3Re.6.18, τοὺς γοῦν τῶν βασιλέων ἐπαίνους ... ἀναγράφουσι διὰ τῶν ἀναγλύφων Clem.Al.Strom.5.4.21.
2 esculpido en la parte de arriba de vasos, Isid.Etym.20.4.8.
3 subst. τὰ ἀ. objetos cincelados en plata, Anecd.Helu.174.23.

German (Pape)

[Seite 183] halb erhaben gearbeitet, geschnitzt, τὸ ἀν., = ἀναγλυφή, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγλυφος: -ον, ὁ ἀναγεγλυμμένος οὕτως ὥστε αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι κατὰ τὸ ἥμισυ, Βυζ.: τὸ ἀνάγλυφον = ἀναγλυφή, Κλήμ. Ἀλ. 237.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάγλυφος, -ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη
2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο
νεοελλ.
1. λέγεται επίσης για μη γλυπτές αλλά προεξέχουσες απεικονίσεις (ανάγλυφος χάρτης)
2. αυτός που απεικονίζεται, που περιγράφεται ζωηρά, ακριβής, παραστατικός, ζωντανός
«ανάγλυφη εικόνα της καταστροφής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυφικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφόλιθος].

Mantoulidis Etymological

(=σκαλιστός). Ἀνά + γλύφω (=σκαλίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.