παρακλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraklitikos
|Transliteration C=paraklitikos
|Beta Code=paraklhtiko/s
|Beta Code=paraklhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stimulating</b>, νοήσεως <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>523e</span> ; <b class="b3">τῆς διανοίας</b> ib.<span class="bibl">524d</span> ; <b class="b2">hortatory</b>, π. τι ᾄδειν Phld. <span class="title">Mus.</span>p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου <span class="bibl">D.H.4.17</span> ; <b class="b3">λόγος π. ὁμονοίας</b> ib. <span class="bibl">26</span> ; π. λόγοι <span class="bibl">LXX <span class="title">Za.</span> 1.13</span> ; π. εἰς εὐσέβειαν <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ὁμολογία</b> agreement concluded <b class="b2">on demand</b> (cf. παράκλησις <span class="bibl">1.4</span>), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>125.11</span> (vi A.D.), etc.</span>
|Definition=παρακλητική, παρακλητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[stimulating]], νοήσεως [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 523e; <b class="b3">τῆς διανοίας</b> ib.524d; [[hortatory]], π. τι ᾄδειν Phld. ''Mus.''p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου D.H.4.17; <b class="b3">λόγος π. ὁμονοίας</b> ib. 26; π. λόγοι [[LXX]] ''Za.'' 1.13; π. εἰς εὐσέβειαν Iamb.''Protr.''21.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ὁμολογία</b> agreement concluded [[on demand]] (cf. [[παράκλησις]] 1.4), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''125.11 (vi A.D.), etc.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0483.png Seite 483]] ή, όν, zurufend, ermunternd; τινός, z. B. τῆς διανοίας, Plat. Rep. VII, 524 d; Folgde; Pol. 24, 2, 9; λόγον διεξῆλθε παρακλητικὸν ὁμονοίας Dion. Hal. 4, 26; τὰ π. τοῦ πολέμου, τῆς μάχης, Signal zur Schlacht, 4, 17. 6, 10; auch = tröstend, Schol. Aesch. Prom. 379.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[propre à exhorter]], [[à exciter]], [[à encourager]].<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρακλητικός -ή -όν [παρακαλέω] stimulerend, met gen.: νοήσεως οὐκ... παρακλητικόν niet stimulerend voor het denkvermogen Plat. Resp. 523e.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακλητικός:''' [[призывающий]], [[побуждающий]]: π. τῆς διανοίας Plat. побуждающий к размышлению.
}}
{{ls
|lstext='''παρακλητικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]], Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· [[λόγος]] π. ὁμονοίας [[αὐτόθι]] 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. [[ἐλευθερία]], ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ [[χάριν]], ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακλητικός]], -ή, -όν, Ν ΜΑ [[παρακαλώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράκληση]], [[ικετευτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Παρακλητική</i><br /><b>εκκλ.</b> λειτουργικό [[βιβλίο]] της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών [[οκτώ]] ήχων της βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Παρακλητικόν</i><br /><b>εκκλ.</b> η Παρακλητική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρακλητικός]] [[κανόνας]]»<br /><b>εκκλ.</b> θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη [[μορφή]] τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, [[απόστιχα]] και άλλα τροπάρια, [[μαζί]] με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια [[ακολουθία]] που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε [[κάθε]] [[περίσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «παρακλητική [[ἐλευθερία]]» — [[ελευθερία]] η οποία αποκτάται με [[δέηση]], [[κατά]] [[χάρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[αίτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακλητικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παρακλητικῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με παρακλήσεις, ικετευτικά<br /><b>αρχ.</b><br />παραινετικά, προτρεπτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακλητικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]], [[προτρεπτικός]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακλητικός]], ή, όν<br />hortatory, Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[provocative of]]
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλητικός Medium diacritics: παρακλητικός Low diacritics: παρακλητικός Capitals: ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paraklētikós Transliteration B: paraklētikos Transliteration C: paraklitikos Beta Code: paraklhtiko/s

English (LSJ)

παρακλητική, παρακλητικόν,
A stimulating, νοήσεως Pl.R. 523e; τῆς διανοίας ib.524d; hortatory, π. τι ᾄδειν Phld. Mus.p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου D.H.4.17; λόγος π. ὁμονοίας ib. 26; π. λόγοι LXX Za. 1.13; π. εἰς εὐσέβειαν Iamb.Protr.21.
II π. ὁμολογία agreement concluded on demand (cf. παράκλησις 1.4), POxy.125.11 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 483] ή, όν, zurufend, ermunternd; τινός, z. B. τῆς διανοίας, Plat. Rep. VII, 524 d; Folgde; Pol. 24, 2, 9; λόγον διεξῆλθε παρακλητικὸν ὁμονοίας Dion. Hal. 4, 26; τὰ π. τοῦ πολέμου, τῆς μάχης, Signal zur Schlacht, 4, 17. 6, 10; auch = tröstend, Schol. Aesch. Prom. 379.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exhorter, à exciter, à encourager.
Étymologie: παρακαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακλητικός -ή -όν [παρακαλέω] stimulerend, met gen.: νοήσεως οὐκ... παρακλητικόν niet stimulerend voor het denkvermogen Plat. Resp. 523e.

Russian (Dvoretsky)

παρακλητικός: призывающий, побуждающий: π. τῆς διανοίας Plat. побуждающий к размышлению.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλητικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, παραινετικός, Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· λόγος π. ὁμονοίας αὐτόθι 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. βιβλίον) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. ἐλευθερία, ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ χάριν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακλητικός, -ή, -όν, Ν ΜΑ παρακαλώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός
νεοελλ.-μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική
εκκλ. λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών οκτώ ήχων της βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος
2. το ουδ. ως ουσ. το Παρακλητικόν
εκκλ. η Παρακλητική
3. φρ. «παρακλητικός κανόνας»
εκκλ. θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη μορφή τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, απόστιχα και άλλα τροπάρια, μαζί με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια ακολουθία που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε κάθε περίσταση
μσν.
φρ. «παρακλητική ἐλευθερία» — ελευθερία η οποία αποκτάται με δέηση, κατά χάρη
αρχ.
1. προτρεπτικός, παραινετικός
2. αυτός που γίνεται μετά από αίτηση.
επίρρ...
παρακλητικώς και -ά / παρακλητικῶς, ΝΜΑ
νεοελλ.
με παρακλήσεις, ικετευτικά
αρχ.
παραινετικά, προτρεπτικά.

Greek Monotonic

παρακλητικός: -ή, -όν, παραινετικός, προτρεπτικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παρακλητικός, ή, όν
hortatory, Plat.

English (Woodhouse)

provocative of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)