ἐξυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksyfaino
|Transliteration C=eksyfaino
|Beta Code=e)cufai/nw
|Beta Code=e)cufai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">weave</b>, φᾶρος <span class="bibl">Hdt.2.122</span>,<span class="bibl">9.109</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>44.3</span> (iii B. C.); [<b class="b3">πέπλον</b>] <span class="bibl">Batr.182</span>; of bees, ἐ. κηρία <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.34</span> (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας <span class="bibl">Str.4.4.3</span>:—Med., <span class="bibl">Nicopho 5</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.250d</span>:—Pass., <b class="b3">ἐξύφανται ὑμέσι</b> <b class="b2">are tissues of</b> membranes, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.7</span>; <b class="b3">-ασμένη πάπυρος</b>, of rolls, Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">finish weaving</b>, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι <span class="bibl">Artem.4.40</span>; <b class="b3">πρὶν ἐξυφῆναι</b> (sc. <b class="b3">τὰ κηρία</b>) <span class="title">Gp.</span>15.5.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">finish</b>, ἐ. μέλος <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.44</span>; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>4.275</span>; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας <span class="bibl">Plb.3.32.2</span>, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. <span class="bibl">Id.18.10.3</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[weave]], [[φᾶρος]] [[Herodotus|Hdt.]]2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); ([[πέπλον]]) Batr.182; of [[bee]]s, ἐξυφαίνω [[κηρία]] X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι = are [[tissue]]s of [[membrane]]s, Aret.SA2.7; ἐξυφασμένη [[πάπυρος]], of [[roll]]s, Porph. ap. Eus.PE3.7.<br><span class="bld">2</span> [[finish]] [[weaving]], [[ἱστός|ἱστὸν]] ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (''[[sc.]]'' τὰ [[κηρία]]) Gp.15.5.2.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[finish]], ἐξυφαίνω [[μέλος]] Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ [[μίτος|μίτον]] ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς [[ἐπιβολή|ἐπιβολῆς]] ἐξυφαίνω Id.18.10.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] ausweben, fertig weben; [[πέπλον]] Batrach. 182; [[φᾶρος]] Her. 2, 122 u. Sp.; [[κηρία]], Xen. Oec. 7, 34. Uebertr., [[μέλος]], vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] ausweben, fertig weben; [[πέπλον]] Batrach. 182; [[φᾶρος]] Her. 2, 122 u. Sp.; [[κηρία]], Xen. Oec. 7, 34. Übertr., [[μέλος]], vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξύφηνα;<br />tisser complètement (un vêtement, un manteau, <i>etc.) ; p. anal.</i> κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire <i>en parl. des abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑφαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξῠφαίνω:''' (aor. ἐξύφηνα)<br /><b class="num">1</b> [[ткать]] ([[πέπλον]] Batr.; [[φᾶρος]] Her.; [[ἱστόν]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[изготовлять]], [[строить]] ([[κηρία]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[слагать]], [[сочинять]] ([[μέλος]] Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυφαίνω''': [[ὑφαίνω]] καὶ τελειώνω τι, [[φᾶρος]] δὲ [[αὐτημερὸν]] ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς [[ἔνδον]] ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον [[μέλος]], ὦ γλυκυτάτη [[φόρμιγξ]], σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. [[ὑφαίνω]], [[ῥάπτω]]. 2) λύω, [[διαλύω]] τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
|lstext='''ἐξυφαίνω''': [[ὑφαίνω]] καὶ τελειώνω τι, [[φᾶρος]] δὲ [[αὐτημερὸν]] ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς [[ἔνδον]] ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον [[μέλος]], ὦ γλυκυτάτη [[φόρμιγξ]], σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. [[ὑφαίνω]], [[ῥάπτω]]. 2) λύω, [[διαλύω]] τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξύφηνα;<br />tisser complètement (un vêtement, un manteau, <i>etc.) ; p. anal.</i> κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire <i>en parl. des abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐξῠφαίνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[weave]] to an [[end]] met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[weave]] [[out]], [[create]] met. ἐξύφαινε, [[γλυκεῖα]], καὶ τόδ' [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] (N. 4.44)
|sltr=<b>ἐξῠφαίνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[weave]] to an [[end]] met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[weave]] [[out]], [[create]] met. ἐξύφαινε, [[γλυκεῖα]], καὶ τόδ' [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] (N. 4.44)
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξυφαίνω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξηλώνω]] αυτό που ύφανα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]] («[[εξυφαίνω]] [[συνωμοσία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολοκληρώνω]] την ύφανση<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] («ἐξύφαινε... [[φόρμιγξ]] [[μέλος]] πεφιλημένον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξῠφαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[αποτελειώνω]] την ύφανση, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[finish]] [[weaving]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφαίνω Medium diacritics: ἐξυφαίνω Low diacritics: εξυφαίνω Capitals: ΕΞΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: exyphaínō Transliteration B: exyphainō Transliteration C: eksyfaino Beta Code: e)cufai/nw

English (LSJ)

A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); (πέπλον) Batr.182; of bees, ἐξυφαίνω κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι = are tissues of membranes, Aret.SA2.7; ἐξυφασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7.
2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2.
II metaph., finish, ἐξυφαίνω μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξυφαίνω Id.18.10.3.

German (Pape)

[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Übertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξύφηνα;
tisser complètement (un vêtement, un manteau, etc.) ; p. anal. κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire en parl. des abeilles.
Étymologie: ἐξ, ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῠφαίνω: (aor. ἐξύφηνα)
1 ткать (πέπλον Batr.; φᾶρος Her.; ἱστόν Plut.);
2 изготовлять, строить (κηρία Xen.);
3 слагать, сочинять (μέλος Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυφαίνω: ὑφαίνω καὶ τελειώνω τι, φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς ἔνδον ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον μέλος, ὦ γλυκυτάτη φόρμιγξ, σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω. 2) λύω, διαλύω τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.

English (Slater)

ἐξῠφαίνω
   a weave to an end met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275)
   b weave out, create met. ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44)

Greek Monolingual

(AM ἐξυφαίνω)
μσν.- νεοελλ.
ξηλώνω αυτό που ύφανα
νεοελλ.
μηχανεύομαι, μηχανορραφώεξυφαίνω συνωμοσία»)
αρχ.
1. ολοκληρώνω την ύφανση
2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι.

Greek Monotonic

ἐξῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to finish weaving, Hdt.