προσδιορισμός: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosdiorismos | |Transliteration C=prosdiorismos | ||
|Beta Code=prosdiorismo/s | |Beta Code=prosdiorismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[further definition]], [[determination]], or [[specification]], Gal.6.826 (pl.), Olymp. ''in Mete.''314.17, Dam.''Pr.''38, 237.<br><span class="bld">II</span> [[further condition]] in a problem, Dioph.1.14,5.10. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσδιορισμός''': τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[προσδιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακριβής]] [[υπολογισμός]], [[καθορισμός]] («έγινε ο [[προσδιορισμός]] της αύξησης τών ενοικίων»)<br /><b>2.</b> όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το [[υποκείμενο]], το [[ρήμα]], το [[κατηγορούμενο]] και το [[αντικείμενο]] (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και [[είναι]] οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις<br />β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται [[κυρίως]] σε ρήματα, [[είναι]] οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως [[τόπο]], τρόπο, χρόνο, [[αίτιο]] κ.ά.<br />γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην [[ίδια]] [[πτώση]] με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως [[είναι]] η [[παράθεση]], η [[επεξήγηση]], ο [[επιθετικός]] και ο [[κατηγορηματικός]] [[προσδιορισμός]]<br />δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική [[πτώση]] από τον προσδιοριζόμενο όρο και [[είναι]] [[συνήθως]] σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσδιορισμός]] παθογόνου»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> όρος που αναφέρεται στην [[αναγνώριση]] της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με [[βάση]] τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[περαιτέρω]] [[ορισμός]], η επί [[πλέον]] [[διασάφηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο επί [[πλέον]] όρος σε ένα [[πρόβλημα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A further definition, determination, or specification, Gal.6.826 (pl.), Olymp. in Mete.314.17, Dam.Pr.38, 237.
II further condition in a problem, Dioph.1.14,5.10.
German (Pape)
[Seite 756] ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιορισμός: τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προσδιορίζω
νεοελλ.
1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός της αύξησης τών ενοικίων»)
2. όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το κατηγορούμενο και το αντικείμενο (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και είναι οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις
β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται κυρίως σε ρήματα, είναι οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως τόπο, τρόπο, χρόνο, αίτιο κ.ά.
γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο και είναι συνήθως σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)
3. φρ. «προσδιορισμός παθογόνου»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται στην αναγνώριση της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα
μσν.-αρχ.
ο περαιτέρω ορισμός, η επί πλέον διασάφηση
αρχ.
ο επί πλέον όρος σε ένα πρόβλημα.