πυράγρα: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyragra
|Transliteration C=pyragra
|Beta Code=pura/gra
|Beta Code=pura/gra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pair of fire-tongs</b>, <span class="bibl">Il.18.477</span>, <span class="bibl">Od.3.434</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span> 144</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">forceps</b>, Gal.2.635.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pair of fire-tongs]], Il.18.477, Od.3.434, Call.''Del.'' 144.<br><span class="bld">2</span> [[forceps]], Gal.2.635.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] ἡ, Feuerzange; Il. 18, 477 Od. 3, 434; Cailim. Del. 144; Sp., wie Luc. D. D. 5, 4. 7, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pince pour remuer <i>ou</i> [[manier du feu]], [[pincettes]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ἀγρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυράγρα -ας, ἡ &#91;[[πῦρ]], [[ἀγρέω]]] [[tang]], [[om iets dat brandt mee aan te vatten of om iets mee uit het vuur te halen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠράγρᾱ:''' ион. [[πυράγρη|πῠράγρη]] ἡ [[кузнечные клещи]] Hom., Luc.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λαβίδα]] αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα της φωτιάς, [[πυρολαβίδα]], [[μασιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλική [[λαβίδα]] που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη [[συγκράτηση]] τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, [[τσιμπίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[λαβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[σύλληψη]]» ([[πρβλ]]. [[κρεάγρα]], [[οδοντάγρα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠράγρα:''' ἡ, [[λαβίδα]] για τη [[φωτιά]], [[μασιά]], [[τσιμπίδα]], σε Όμηρ.
}}
{{ls
|lstext='''πῠράγρα''': ἡ, [[λαβίς]], δι’ ἧς λαμβάνει τις τὸ πῦρ, «τσιμπίδι», «μασιά», Ἰλ. Σ. 477, Ὀδ. Γ. 434, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144· ― οὕτω, πῠραγρέτης [[καρκίνος]] Ἀνθ. Π. 6. 92· πυραγρικὸς κ. Εὐστ. Πονημάτ. 34. 25.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρ-άγρα, ἡ,<br />a [[pair]] of [[fire]]-[[tongs]], Hom.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τσιμπίδα]], [[μασιά]]). Ἀπό τό [[πῦρ]] + [[ἄγρα]] τοῦ [[ἄγω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πῦρ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράγρα Medium diacritics: πυράγρα Low diacritics: πυράγρα Capitals: ΠΥΡΑΓΡΑ
Transliteration A: pyrágra Transliteration B: pyragra Transliteration C: pyragra Beta Code: pura/gra

English (LSJ)

ἡ,
A pair of fire-tongs, Il.18.477, Od.3.434, Call.Del. 144.
2 forceps, Gal.2.635.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, Feuerzange; Il. 18, 477 Od. 3, 434; Cailim. Del. 144; Sp., wie Luc. D. D. 5, 4. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pince pour remuer ou manier du feu, pincettes.
Étymologie: πῦρ, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυράγρα -ας, ἡ [πῦρ, ἀγρέω] tang, om iets dat brandt mee aan te vatten of om iets mee uit het vuur te halen.

Russian (Dvoretsky)

πῠράγρᾱ: ион. πῠράγρηкузнечные клещи Hom., Luc.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα της φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά
νεοελλ.
μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα
αρχ.
(γενικά) λαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρεάγρα, οδοντάγρα)].

Greek Monotonic

πῠράγρα: ἡ, λαβίδα για τη φωτιά, μασιά, τσιμπίδα, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράγρα: ἡ, λαβίς, δι’ ἧς λαμβάνει τις τὸ πῦρ, «τσιμπίδι», «μασιά», Ἰλ. Σ. 477, Ὀδ. Γ. 434, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144· ― οὕτω, πῠραγρέτης καρκίνος Ἀνθ. Π. 6. 92· πυραγρικὸς κ. Εὐστ. Πονημάτ. 34. 25.

Middle Liddell

πῠρ-άγρα, ἡ,
a pair of fire-tongs, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=τσιμπίδα, μασιά). Ἀπό τό πῦρ + ἄγρα τοῦ ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.