invencible: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀπολέμητος]], [[δυσπολέμητος]], [[δυσέλεγκτος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀχείρωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἀδαμής]], [[ἀτρίακτος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀήσσητος]], [[αὐτόλιθος]]
|sltx=[[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 21 November 2022