ἀπάλαιστος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰ́λαιστος Medium diacritics: ἀπάλαιστος Low diacritics: απάλαιστος Capitals: ΑΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: apálaistos Transliteration B: apalaistos Transliteration C: apalaistos Beta Code: a)pa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, not to be thrown in wrestling, unconquerable, Pi.N. 4.94.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 invencible en la lucha fig. ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν Pi.N.4.94.
2 poco versado en la lucha οὐκ ὢν ἀπάλαιστος ὁ δεσποσύνος AP 12.222 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 275] im Ringen ungeübt, Strat. 64 (XII, 222). – Nicht im Ringen zu überwinden, unbezwinglich, ἐν λόγῳ ἕλκειν Pind. N. 4, 94.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάλαιστος:
1 непобедимый Pind.;
2 не искушенный в борьбе Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ ἐν τῇ πάλῃ, ἀνίκητος, Πινδ. Ν. 4. 154· ἴδε τὸ ἑπόμ.

English (Slater)

ἀπᾰλαιστος unbeatable in wrestling, met. οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν not to be thrown in his speech, Bowra (N. 4.94)

Greek Monolingual

ἀπάλαιστος, -ον (Α)
όποιος δεν είναι δυνατόν νά νικηθεί στην πάλη, ο ακατανίκητος.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний