βοῤῥᾶς: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(7) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βοριάς]], ο (AM βορρᾱς, Α και [[Βορέας]], -ου, Βορέης και [[Βορῆς]], -έω και [[Βορεύς]] -έως)<br />το ένα από τα [[τέσσερα]] κύρια [[σημεία]] του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται [[προς]] τον Βόρειο Πόλο<br /><b>2.</b> [[βόρειος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «[[άνεμος]] του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «[[βουνό]]», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]] ρίζας<br / | |mltxt=και [[βοριάς]], ο (AM βορρᾱς, Α και [[Βορέας]], -ου, Βορέης και [[Βορῆς]], -έω και [[Βορεύς]] -έως)<br />το ένα από τα [[τέσσερα]] κύρια [[σημεία]] του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται [[προς]] τον Βόρειο Πόλο<br /><b>2.</b> [[βόρειος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «[[άνεμος]] του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «[[βουνό]]», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]] ρίζας<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>girί</i> = αβεστ., <i>gairi</i>- «[[βουνό]]», λιθ. <i>gὶrė</i> «[[δάσος]]», αρχ. σλ. <i>gora</i> «[[βουνό]]» κ.ά. Εξάλλου, ο [[σχηματισμός]] του θέματος της λέξεως δεν [[είναι]] [[σαφής]]. Ο τ. <i>Βορράς</i>, που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στην αττική διάλεκτο, προήλθε από τον τ. [[Βορέας]], με [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>- από τη [[συμπροφορά]] του με την επόμενη [[συλλαβή]] και αφομοιωτική [[επίδραση]] [[προς]] το προηγούμενο -<i>ε</i>- που οδήγησε σε διπλασιασμό του -<i>ρ</i>-, [[προτού]] το [[φωνήεν]] συναιρεθεί τελικά με το ακολουθούν σε -<i>α</i>-. Η [[κλίση]] σε -<i>ᾱς</i>, γεν. -<i>ᾱ</i> πιθ. αναλογικά [[προς]] τα προσηγορικά και ανθρωπωνύμια σε -<i>ᾱς</i> ([[πρβλ]]. <i>Αγαθᾱς</i>, <i>αργᾱς</i>, <i>φαγᾱς</i> κ.ά.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 454] ὁ, att. für βορέας, w. m. s.
English (Strong)
of uncertain derivation; the north (properly, wind): north.
Greek Monolingual
και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, -ου, Βορέης και Βορῆς, -έω και Βορεύς -έως)
το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο
2. βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «βουνό», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αρχ. ινδ. girί = αβεστ., gairi- «βουνό», λιθ. gὶrė «δάσος», αρχ. σλ. gora «βουνό» κ.ά. Εξάλλου, ο σχηματισμός του θέματος της λέξεως δεν είναι σαφής. Ο τ. Βορράς, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αττική διάλεκτο, προήλθε από τον τ. Βορέας, με συνίζηση του -ε- σε -ι- από τη συμπροφορά του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική επίδραση προς το προηγούμενο -ε- που οδήγησε σε διπλασιασμό του -ρ-, προτού το φωνήεν συναιρεθεί τελικά με το ακολουθούν σε -α-. Η κλίση σε -ᾱς, γεν. -ᾱ πιθ. αναλογικά προς τα προσηγορικά και ανθρωπωνύμια σε -ᾱς (πρβλ. Αγαθᾱς, αργᾱς, φαγᾱς κ.ά.].