αβλαβής: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ές (Α [[ἀβλαβής]], -ές) [[βλάβη]]<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί [[βλάβη]], [[ανέπαφος]], [[σώος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί [[βλάβη]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συνθήκες) [[απαραβίαστος]]. | |mltxt=ές (Α [[ἀβλαβής]], -ές) [[βλάβη]]<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί [[βλάβη]], [[ανέπαφος]], [[σώος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί [[βλάβη]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συνθήκες) [[απαραβίαστος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unharmed]]=== | |||
Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: [[ongedeerd]], [[onbeschadigd]]; Galician: ileso; German: [[unversehrt]], [[ungeschoren]]; Ancient Greek: [[ἀβλαβής]], [[ἀθῷος]], [[ἄκακος]], [[ἀκάκυντος]], [[ἀκάκωτος]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκήριος]], [[ἀκραιφνές]], [[ἀκραιφνής]], [[ἀνάατος]], [[ἄναιτος]], [[ἄνατος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀπαρές]], [[ἀπήμαντος]], [[ἀπήμων]], [[ἀπηρές]], [[ἀπηρής]], [[ἀσινής]], [[ἀσκηθής]], [[ἄτρωτος]], [[ἀψάλακτος]], [[πανασκηθής]]; Italian: [[illeso]], [[incolume]], [[indenne]], [[intatto]], [[senza un graffio]], [[sano e salvo]]; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: [[illaesus]], [[incolumis]]; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: [[ileso]], [[incólume]]; Russian: [[невредимый]], [[в целости и сохранности]]; Spanish: [[ileso]], [[incólume]] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:18, 26 March 2024
Greek Monolingual
ές (Α ἀβλαβής, -ές) βλάβη
1. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί βλάβη, ανέπαφος, σώος, άθικτος, ακέραιος
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί βλάβη, ακίνδυνος
αρχ.
(για συνθήκες) απαραβίαστος.
Translations
unharmed
Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume