ἐξομόργνυμι: Difference between revisions
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξομόργνυμι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]], [[σκουπίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποτυπώνω]] [[κάτι]] [[κάπου]] («ἅ ἑκάστη ἡ [[πράξις]] αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομόργνυμι]] «[[σκουπίζω]]»]. | |mltxt=[[ἐξομόργνυμι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]], [[σκουπίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποτυπώνω]] [[κάτι]] [[κάπου]] («ἅ ἑκάστη ἡ [[πράξις]] αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομόργνυμι]] «[[σκουπίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξομόργνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] από, σε Ευρ. — Μέσ., [[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από [[μίασμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν</i>, [[βγάζω]] την [[ανοησία]] κάποιου σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. του [[αποδίδω]] [[μερίδιο]] αυτής, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυπώνω]] ή [[εντυπώνω]] πάνω σε, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. ἐξομόρξω,
A wipe off from, ἐκ δ' ὄμορξον στόματος πέλανον E.Or.219:—Med., wipe off from, purge away a pollution, νασμοῖσι with water, Id.Hipp.653; αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις wipe off blood on your garments, Id.HF1399, cf. El.502. II metaph., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν wipe off one's folly on another, i.e. give him part of it, Id.Ba.344, parodied by Ar.Ach.843. 2 = ἀπομάττομαι, stamp or imprint upon, ἃ ἑκάστη ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν Pl.Grg.525a, cf. Lg.775d, prob. in Chaerem.14.15.
German (Pape)
[Seite 886] (s. ὀμόργνυμι), auswischen, abwischen, reinigen; ἐκ δ' ὄμορξον ἀθλίου στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 219; im med., αἷμα πέπλοις, sich das Blut am Gewande abwischen, Herc. Fur. 1399; übertr., μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί Bacch. 344, d. i. mich mit deiner Thorheit beflecken, anstecken; kom. Ar. τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι Ach. 843; so auch ἃ ἑκάστῳ ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν, in die Seele abgedrückt, darin ausgeprägt hat, Plat. Gorg. 525 a, vgl. Legg. VI, 775 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξομόργνῡμι: μέλλ. ἐξομόρξω: ― σπογγίζω ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., ἀποπλύνω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποβάλλω μίασμα, νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ αἷμα μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ μήπως σπογγίσω τὸ αἷμα μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. μήπως μολύνω αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, μηδὲ σπογγίζων τὴν μωρίαν σου ἐπάνω μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.
French (Bailly abrégé)
marquer une empreinte;
Moy. ἐξομόργνυμαι;
1 pressurer qch de soi;
2 marquer son empreinte.
Étymologie: ἐξ, ὀμόργνυμι.
Greek Monolingual
ἐξομόργνυμι (AM)
1. καθαρίζω, σκουπίζω
2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»].
Greek Monotonic
ἐξομόργνῡμι: μέλ. -ομόρξω·
I. σφουγγίζω, σκουπίζω από, σε Ευρ. — Μέσ., αποβάλλω, βγάζω από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από μίασμα, στον ίδ.
II. 1. μεταφ., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν, βγάζω την ανοησία κάποιου σε κάποιον άλλο, δηλ. του αποδίδω μερίδιο αυτής, στον ίδ.
2. αποτυπώνω ή εντυπώνω πάνω σε, σε Πλάτ.