καταφλεξίπολις: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(19) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταφλεξίπολις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (για [[εταίρα]]) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ., του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταφλεξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>φλέξ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[καταφλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σωσί</i>-<i>πολις</i>, <i>ταραξί</i>-<i>πολις</i>]. | |mltxt=[[καταφλεξίπολις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (για [[εταίρα]]) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ., του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταφλεξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>φλέξ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[καταφλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σωσί</i>-<i>πολις</i>, <i>ταραξί</i>-<i>πολις</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφλεξίπολις:''' ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. [[ἑταίρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ,
A inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.
Greek Monolingual
καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, ὁ, ἡ (< πόλις), πρβλ. σωσί-πολις, ταραξί-πολις].
Russian (Dvoretsky)
καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).