καθό: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(18)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καθό]])<br />([[αντί]] του <i>καθ</i>' <i>ὅ</i>, όπως [[πρέπει]] ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι [[είναι]], δεδομένου ότι [[είναι]], [[διότι]] [[είναι]] («τους προτιμούν [[καθό]] σοφότεροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθόσον]], όπως, σύμφωνα με το οποίο<br /><b>2.</b> ως [[προς]], σε [[αναφορά]] με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ [[ποιότητα]]», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> ώστε («καθὸ δεῑ τῶν ὀνομάτων [[ἀνάγκη]] μὴ [[σφόδρα]] εὐπορεῑν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. «<i>καθ</i>' <i>ὅ</i>» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-<i>τ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> ουδ. της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>].
|mltxt=(Α [[καθό]])<br />([[αντί]] του <i>καθ</i>' <i>ὅ</i>, όπως [[πρέπει]] ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι [[είναι]], δεδομένου ότι [[είναι]], [[διότι]] [[είναι]] («τους προτιμούν [[καθό]] σοφότεροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθόσον]], όπως, σύμφωνα με το οποίο<br /><b>2.</b> ως [[προς]], σε [[αναφορά]] με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ [[ποιότητα]]», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> ώστε («καθὸ δεῑ τῶν ὀνομάτων [[ἀνάγκη]] μὴ [[σφόδρα]] εὐπορεῑν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. «<i>καθ</i>' <i>ὅ</i>» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-<i>τ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> ουδ. της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθό:''' επίρρ. αντί καθ' ὅ = [[καθά]],<br /><b class="num">I.</b> αναλόγως, σύμφωνα, σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> έτσι ώστε, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθό Medium diacritics: καθό Low diacritics: καθό Capitals: ΚΑΘΟ
Transliteration A: kathó Transliteration B: katho Transliteration C: katho Beta Code: kaqo/

English (LSJ)

Adv. for καθ' ὅ (which shd. perh. be written),

   A in so far as, according as, Lys.34.5, Arist.Metaph.1022a14, D.S.31.16, 2 Ep.Cor. 8.12, etc.; κ. μεγέθει καὶ κ. ποιότητι in respect of . ., Phld.Ir.p.91 W.    II wherefore, Pl.Sph.267d, Plu.2.51b.

German (Pape)

[Seite 1288] d. i. καθ' ὅ, = καθά, bes. insoweit, insofern, Plat. Soph. 267 d, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθό: Ἐπίρρ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ = καθά, Λυσ. 213. 19, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 18, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 582. 83, κτλ. ΙΙ. = ὥστε, Πλάτ. Σοφ. 267D, Πλούτ. 2. 51Β.

French (Bailly abrégé)

sub.
1 selon que, comme, en tant que ; dans la mesure où;
2 de telle sorte que.
Étymologie: = καθ’ ὅ.

English (Strong)

from κατά and ὅς; according to which thing, i.e. precisely as, in proportion as: according to that, (inasmuch) as.

English (Thayer)

(καθολικός) καθολικη, καθολικον (καθόλου, which see), general, universal (occasionally in secular authors from (Aristotle, and) Polybius down, as καθολικη καί κοινῇ ἱστορία, Polybius 8,4, 11; often in ecclesiastical writings; the title ἡ καθολικη ἐκκλησία first in Ignatius ad Smyrn. c. 8 [ET] and often in Polycarp, Martyr. (see edition (Gebh. Harn.) Zahn, p. 133note); cf. καθολικη ἀνάστασις (Justin contra Trypho, 81under the end); Theophilus ad Autol. (l. i. § 13), p. 40, Otto edition); ἐπιστολαί καθολικαι, or simply καθολικαι, in the title of the Epistles of James , Peter, John , and Jude (R G L; cf. τῶν ἑπτά λεγομένων καθολικων SC. ἐπιστολῶν, Eus. h. e. 2,23, 25), most probably because they seemed to be written not to any one church alone, but to all the churches. (Cf. Dict. of Chris. Antiq. under the word Catholic.)

Greek Monolingual

καθό)
(αντί του καθ' , όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τους προτιμούν καθό σοφότεροι»)
αρχ.
1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο
2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ ποιότητα», Φιλόδ.)
3. ώστε («καθὸ δεῑ τῶν ὀνομάτων ἀνάγκη μὴ σφόδρα εὐπορεῑν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «καθ' » < κατ-τ(α)- + ουδ. της αναφ. αντων. ὅς, , ].

Greek Monotonic

καθό: επίρρ. αντί καθ' ὅ = καθά,
I. αναλόγως, σύμφωνα, σε Λυσ. κ.λπ.
II. έτσι ώστε, σε Πλάτ.