λῶμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λώμα]], -ατος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που ράβεται [[γύρω]] [[γύρω]] από το [[ιστίο]] για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. [[γραντί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωστή]], [[νήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κράσπεδο]], η [[άκρη]] του ενδύματος, η [[ούγια]] («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ [[λῶμα]] τοῡ ὑποδύτου [[κάτωθεν]], [[ὡσεὶ]] ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. [[εὔληρα]] (δωρ. τ. [[αὔληρα]]) «[[ηνία]]», λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]» και αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]], [[σχοινί]]». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην [[οικογένεια]] της ΙΕ ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εἴλω]]). Έχουν διατυπωθεί, [[τέλος]], και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— [[κατά]] τις οποίες η λ. [[λώμα]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>l</i><i>ū</i><i>na</i>- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με [[λώπη]] «[[ιμάτιο]], [[σάλι]]» ή με τσεχ. <i>lem</i> «κρόσι»]. | |mltxt=το (AM [[λώμα]], -ατος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που ράβεται [[γύρω]] [[γύρω]] από το [[ιστίο]] για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. [[γραντί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωστή]], [[νήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κράσπεδο]], η [[άκρη]] του ενδύματος, η [[ούγια]] («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ [[λῶμα]] τοῡ ὑποδύτου [[κάτωθεν]], [[ὡσεὶ]] ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. [[εὔληρα]] (δωρ. τ. [[αὔληρα]]) «[[ηνία]]», λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]» και αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]], [[σχοινί]]». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην [[οικογένεια]] της ΙΕ ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εἴλω]]). Έχουν διατυπωθεί, [[τέλος]], και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— [[κατά]] τις οποίες η λ. [[λώμα]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>l</i><i>ū</i><i>na</i>- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με [[λώπη]] «[[ιμάτιο]], [[σάλι]]» ή με τσεχ. <i>lem</i> «κρόσι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῶμα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ενδύματος· υποκορ. [[λωμάτιον]], <i>τό</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα˙ ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
το (AM λώμα, -ατος)
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
1. το κράσπεδο, η άκρη του ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ ὑποδύτου κάτωθεν, ὡσεὶ ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. εὔληρα (δωρ. τ. αὔληρα) «ηνία», λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» και αρμ. lar «δεσμός, σχοινί». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. εἴλω). Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— κατά τις οποίες η λ. λώμα συνδέεται με αρχ. ινδ. lūna- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με λώπη «ιμάτιο, σάλι» ή με τσεχ. lem «κρόσι»].
Greek Monotonic
λῶμα: -ατος, τό, άκρη ενδύματος· υποκορ. λωμάτιον, τό, σε Ανθ.