μεγαλήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλήνωρ]], -ορος, δωρ. τ. [[μεγαλάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγαλόψυχος]], [[μεγαλόκαρδος]], [[γενναιόψυχος]]<br /><b>2.</b> [[υπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), προ <b>βλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[μεγαλήνωρ]], -ορος, δωρ. τ. [[μεγαλάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγαλόψυχος]], [[μεγαλόκαρδος]], [[γενναιόψυχος]]<br /><b>2.</b> [[υπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), προ <b>βλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδρείος]], ηρωϊκός, με [[αυτοπεποίθηση]], [[υπεροπτικός]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήνωρ Medium diacritics: μεγαλήνωρ Low diacritics: μεγαλήνωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΝΩΡ
Transliteration A: megalḗnōr Transliteration B: megalēnōr Transliteration C: megalinor Beta Code: megalh/nwr

English (LSJ)

Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)

   A high-souled, epith. of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109.    2 haughty, Id.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Greek Monolingual

μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.