ἀλέα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέα:''' (Α) [ᾰ], Ιων. [[ἀλέη]], <i>ἡ</i> ([[ἀλέομαι]]), [[διαφυγή]], [[απόδραση]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[καταφύγιο]], [[άσυλο]] από, <i>ὑετοῦ</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[ἀλέα]]:</b> (Β) [ᾰ], Ιων. [[ἀλέη]], <i>ἡ</i>, [[θερμότητα]], [[ζέστη]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέα Medium diacritics: ἀλέα Low diacritics: αλέα Capitals: ΑΛΕΑ
Transliteration A: aléa Transliteration B: alea Transliteration C: alea Beta Code: a)le/a

English (LSJ)

(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι)

   A avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα (B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Ggstz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη

• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).

• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11

• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.

• Etimología: Suele compararse a lituan. svìlti ‘quemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelan ‘quemar lentamente’.

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.———————— (II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.———————— (III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].

Greek Monotonic

ἀλέα: (Α) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, (ἀλέομαι), διαφυγή, απόδραση, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., καταφύγιο, άσυλο από, ὑετοῦ, σε Ησίοδ.
ἀλέα: (Β) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, , θερμότητα, ζέστη, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).