θοάζω: Difference between revisions
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θοάζω]] (Α) [[θοός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κινώ]] βίαια, σφοδρά, [[γρήγορα]] («θοάζειν πτέρυγας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βιάζω]] («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί [[έργο]] σε βιάζει τόσο; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταβροχθίζω]] με [[λαιμαργία]] («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν [[λαίμαργα]] την [[τροφή]] με τα σαγόνια, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]], [[σπεύδω]], κινούμαι [[γρήγορα]] («θοάζων αἰθέρος ἄνω [[καπνός]]», <b>Ευρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[θοάζω]] (Α)<br />[[κάθομαι]] («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — [[γιατί]] κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική [[στάση]]; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θοάσσω</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[θαάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θaFau</i>-<i>yω</i>), [[θάσσω]], με [[μεταβολή]] επιθήματος]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[θοάζω]] (Α) [[θοός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κινώ]] βίαια, σφοδρά, [[γρήγορα]] («θοάζειν πτέρυγας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βιάζω]] («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί [[έργο]] σε βιάζει τόσο; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταβροχθίζω]] με [[λαιμαργία]] («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν [[λαίμαργα]] την [[τροφή]] με τα σαγόνια, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]], [[σπεύδω]], κινούμαι [[γρήγορα]] («θοάζων αἰθέρος ἄνω [[καπνός]]», <b>Ευρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[θοάζω]] (Α)<br />[[κάθομαι]] («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — [[γιατί]] κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική [[στάση]]; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θοάσσω</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[θαάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θaFau</i>-<i>yω</i>), [[θάσσω]], με [[μεταβολή]] επιθήματος]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θοάζω:''' ([[θοός]]), μόνο στον ενεστ., μτβ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> κινούμαι [[γρήγορα]], [[τσακίζω]] αστραπιαία, <i>πτέρυγας</i>, σε Ευρ.· τίς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;, ποιο [[καθήκον]] είναι αυτό που σε παρακινεί;, στον ίδ.· [[θοάζω]] πόνον, τον [[επισπεύδω]], στον ίδ.· [[θοάζω]] [[σῖτα]], κατάπινε το [[φαγητό]] [[γρήγορα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., κινούμαι [[γρήγορα]], βιάζομαι, [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[θάσσω]], [[κάθομαι]], <i>τίνας ποθ' ἕδρας θοάζετε;</i> για ποιο λόγο κάθεστε σε ικετευτική [[στάση]]; σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), (θοός (A)) trans.,
A move quickly, ply rapidly, πτέρυγας E. IT1142 (lyr.); τίς ὅδ' ἀγών . . θοάζων σε; what task is thus hurrying thee on? Id.Or.335; θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν urge it on, Id.Ba.65; θ. σῖτα γένυσι dispatch it quickly, Id.HF382 (lyr.). 2 intr., move quickly, rush, dart, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Id.Or.1542; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι θ. Id.Ba.219; θ. δρόμῳ Id.Tr.307; κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός Id.Fr.145. (Cf. θέω, θοός (A).)
θοάζω (B),
A = θάασσω, sit, σοφίης ἐπ' ἄκροισι Emp.4.8; ὑπ' ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [Ζεὺς] κρατύνει A.Supp.595; τίνας ποθ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; why are ye in this suppliant posture? S.OT2, cf. Plu.2.22e. (Cf. ἐπιθοάζω, θόωκος, θῶκος; v. θάσσω.)
θοάζω (C),
A v. θῳάζω.
German (Pape)
[Seite 1213] (von θοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, θοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = θαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. θαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
θοάζω: (θοὸς) μεταβ., κινῶ ταχέως, βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ ἀγών… θοάζων σε; τὶ ἔργον σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν, ἐπισπεύδω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… σῖτα γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι ταχέως, σπεύδω, ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, θοάζω αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = θαάσσω, θάσσω, θακέω, θωκέω, κάθημαι, ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων Ζεὺς κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), ἔνθα ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. ὅμως ἀναφέρει καὶ ταῦτα τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· ὥστε τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ ἔρχομαι ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ κάθημαι ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. θαάσσω, ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ θοάζω, δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, τίθημι, διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.
French (Bailly abrégé)
1seul. prés. et impf.
mouvoir avec rapidité ou impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.
Étymologie: θοός.
2c. θαάσσω, s’asseoir, être assis.
Étymologie: DELG v. θᾶκος.
Greek Monolingual
(I)
θοάζω (Α) θοός
1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.)
2. βιάζω («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.)
3. επισπεύδω
4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν λαίμαργα την τροφή με τα σαγόνια, Ευρ.)
5. (αμτβ.) ορμώ, σπεύδω, κινούμαι γρήγορα («θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός», Ευρ.).———————— (II)
θοάζω (Α)
κάθομαι («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — γιατί κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική στάση; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοάσσω, παράλληλος τ. του θαάσσω (< θaFau-yω), θάσσω, με μεταβολή επιθήματος].
Greek Monotonic
θοάζω: (θοός), μόνο στον ενεστ., μτβ.,
I. 1. κινούμαι γρήγορα, τσακίζω αστραπιαία, πτέρυγας, σε Ευρ.· τίς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;, ποιο καθήκον είναι αυτό που σε παρακινεί;, στον ίδ.· θοάζω πόνον, τον επισπεύδω, στον ίδ.· θοάζω σῖτα, κατάπινε το φαγητό γρήγορα, στον ίδ.
2. αμτβ., κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, στον ίδ.
II. = θάσσω, κάθομαι, τίνας ποθ' ἕδρας θοάζετε; για ποιο λόγο κάθεστε σε ικετευτική στάση; σε Σοφ.