θώραξ: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θώραξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />ο [[θώρακας]]. | |mltxt=[[θώραξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />ο [[θώρακας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θώραξ:''' -ᾱκος, Ιων. και Επικ. [[θώρηξ]], -ηκος, ὁ ([[θωρήσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θώρακας]], το εμπρόσθιο [[μέρος]] πανοπλίας, Λατ. lοrica, σε Ομήρ. Ιλ.· το εμπρόσθιο και οπίσθιο [[κομμάτι]] πανοπλίας, τα οποία μαζί, αποτελούσαν τον θώρακα και ονομάζονταν <i>γύαλα</i>· δένονταν με πόρπες (<i>ὀχεῖς</i>) και από τις δυο πλευρές·<br /><b class="num">II.</b> το [[τμήμα]] του σώματος που καλύπτονταν από τον θώρακα, ο [[κορμός]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[έπαλξη]] τείχους, το εξωτερικό [[τείχος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ᾱκος, Ep. and Ion. θώρηξ, ηκος, Aeol. θόρραξ Alc.15 (codd. Ath.), ὁ:—
A corslet, θ. χάλκεος Il.23.560; παναίολος 11.374; πολυδαίδαλος 4.136, cf. 11.19, etc.; δεκάμνουν θώρηκος κύτος Ar.Pax1224; ἔξαιρε παῖ θώρακα . . τὸν χοᾶ Id.Ach.1133; θ . . . γυάλοισιν ἀρηρώς Il.15.529 (γύαλα expld. as front- and back-piece fastened with περόναι, Paus.10.26.5); θώρηκος γύαλον Il.5.99; ὅθι διπλόος ἤντετο θ. 4.133; κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε 11.234; linen jerkin (not worn by Homeric Greeks acc. to Sch.Il.2.529, but cf. λινοθώρηξ), θόρρακες νέω λίνω Alc. l.c., cf. Hdt.2.182, 3.47, Chron.Lind.C.36, Paus.6.19.7. 2 coat of mail, scale armour, θ. χρύσεος λεπιδωτός Hdt.9.22, cf. 74; φολιδωτός Posidipp.26.7, cf. Paus.1.21.6; of chain mail, v. ἁλυσιδωτός. b slough of a serpent, καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θ. Porph.Chr.88. II part covered by the θώραξ 1, trunk, Hp.de Arte10, E.HF1095, Arist.HA493a5; κεφαλῆς καὶ θώρακος καὶ τῆς κάτω κοιλίας Id.Pr.962a34; sts. taken as extending below the midriff, Pl.Ti.69e; ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων Arist.HA491a30, cf. PA686b5, ἐν τῷ κάτω θώρακος χωρίῳ, of the abdominal cavity, Gal.16.448; but also of the chest, thorax, Arist.HA493a17:—there is a play on signfs. 1 and 11 in Ar.V.1194 sq. b thorax of crustaceans, Arist. HA601a13, al. 2 bandage for the chest, Heliod. ap. Orib.48.48 tit., Sor.Fasc.33, cf. Gal.18(1).817. III = θωράκιον 11, Hdt.1.181, D.C.74.10.
French (Bailly abrégé)
ᾱκος (ὁ) :
1 partie du corps des épaules à la naissance des cuisses, tronc, buste;
2 p. ext. cuirasse, armure de la poitrine ; fig. murailles, remparts.
Étymologie: DELG pas d’étym., attesté en myc. to-ra-ke ; prob. emprunt.
English (Strong)
of uncertain affinity; the chest ("thorax"), i.e. (by implication) a corslet: breast-plate.
English (Thayer)
(Ι) Iota: on the iota subscript in manuscripts and editions of the N. T. see Lipsius, Gram. Untersuch., p. 3ff; Scrivener, Introduction, etc., p. 42, and Index II, under the word; Kuenen and Cobet, N. T. Vat., praef., p. xi f; Tdf. Proleg., p. 109; WH. Introductory § 410; Winer s Grammar, § 5,4; Buttmann, pp. 11,44f, 69; and see under the words, ἀθοως, ζοων, Ἡρῴδης etc., πρῷρα, Τρῳάς, ὀων. Ἰ´ is often substituted for εἰ, especially in nouns ending in (; on their accent, see Chandler § 95ff), in proper names, etc.; cf. WH s Appendix, p. 153; Introductory § 399; Tdf. Proleg., pp. 83,86f; Scrivener, Introduction, etc., p. 10f; Sophocles' Lexicon, under the word ἘΙ; Meisterhans, p. 23 f; (on the usage of the manuscripts cf. Tdf. Conlatio critica the Sinaiticus manuscript;
c. text. Elz. etc., p. xviii.; Scrivener, Full Collation of the Sinaiticus manuscript, etc. 2nd edition, p. lii.). Examples of this spelling in recent editions are the following: ἁγνια WH, ἀλαζονια T WH, ἀναιδια T WH, ἀπειθια WH (except ἀρεσκια T WH, δουλια T, ἐθελοθρησκία T WH, εἰδωλολατρία WH, ἐιλικρινια T WH, ἐπιεικία WH, ἐριθια WH, ἑρμηνια WH, θρησκια T, ἱερατια WH, κακοηθια WH, κακοπαθία WH, κολακια T WH, κυβία T WH, μαγία T WH, μεθοδια T WH, ὀφθαλμοδουλία T WH, παιδία T (everywhere; see his note on πραγματια T WH, πραϋπαθία T WH, φαρμακια T WH (except ὠφελία WH, Ἀτταλια T WH, Καισαρια T WH, Λαοδικια T WH, Σαμαρια T WH (Σαμαρίτης, Σαμαρῖτις, T), Σελευκια T WH, φιλαδελφία T WH; occasionally the same substitution occurs in other words: e. g. αἰγιος WH, Ἀριος (πάγος) T, δανίζω T WH, δανιον WH, δανιστής T WH, εἰδώλιον T WH, ἐξαλιφθῆναι WH, Ἐπικουριος T WH, ἡμίσιά WH (see ἥμισυς), καταλελιμμενος WH, λίμμα WH, Νεφθαλίμ WH in ὀρινος WH, πίθος WH, σκοτινος WH, ὑπόλιμμα WH, φωτινος WH, χρεοφιλετης (T?) WH; also in augment, as ἱστήκειν WH, ἴδον (see εἰδῶ I. at the beginning); cf. WH's Appendix, p. 162b. On iota as a demonstrative addition to adverbs, etc., see νυνί at the beginning On the use and the omission of the mark of diaeresis with ἰ in certain words, see Tdf. Proleg., p. 108; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 136ff)
Greek Monolingual
θώραξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
ο θώρακας.
Greek Monotonic
θώραξ: -ᾱκος, Ιων. και Επικ. θώρηξ, -ηκος, ὁ (θωρήσσω)·
I. θώρακας, το εμπρόσθιο μέρος πανοπλίας, Λατ. lοrica, σε Ομήρ. Ιλ.· το εμπρόσθιο και οπίσθιο κομμάτι πανοπλίας, τα οποία μαζί, αποτελούσαν τον θώρακα και ονομάζονταν γύαλα· δένονταν με πόρπες (ὀχεῖς) και από τις δυο πλευρές·
II. το τμήμα του σώματος που καλύπτονταν από τον θώρακα, ο κορμός, σε Ευρ., Πλάτ.
III. έπαλξη τείχους, το εξωτερικό τείχος, σε Ηρόδ.