Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταλλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταλλεύω]])<br />[[ανασκάπτω]] [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] [[μετάλλευμα]], [[εξάγω]] από τη γη [[μέταλλο]] («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[εκμεταλλεύομαι]] [[μεταλλεία]] ή μεταλλοφόρα στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να εργάζεται σε [[μεταλλεία]]<br /><b>2.</b> (για πολιορκητές) [[εκτελώ]] υπονομευτικά έργα, [[σκάβω]] υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[σκάβω]] υπονόμους<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῡν ἄκακον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταλλεύομαι</i><br />μεταστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] ή [[μεταλλεύς]].
|mltxt=(ΑM [[μεταλλεύω]])<br />[[ανασκάπτω]] [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] [[μετάλλευμα]], [[εξάγω]] από τη γη [[μέταλλο]] («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[εκμεταλλεύομαι]] [[μεταλλεία]] ή μεταλλοφόρα στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να εργάζεται σε [[μεταλλεία]]<br /><b>2.</b> (για πολιορκητές) [[εκτελώ]] υπονομευτικά έργα, [[σκάβω]] υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[σκάβω]] υπονόμους<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῡν ἄκακον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταλλεύομαι</i><br />μεταστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] ή [[μεταλλεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλεύω:''' ([[μέταλλον]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[εξάγω]] ([[μέταλλο]]) από την [[εξόρυξη]] — Παθ. εξάγομαι μέσω όρυξης, λέγεται για μέταλλα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[εξερευνώ]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλεύω Medium diacritics: μεταλλεύω Low diacritics: μεταλλεύω Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΩ
Transliteration A: metalleúō Transliteration B: metalleuō Transliteration C: metalleyo Beta Code: metalleu/w

English (LSJ)

   A get by mining, χαλκόν LXX De.8.9; χρυσοῖο γενέθλην D.P.1114:—Pass., to be got by mining, of metals, Pl.Plt.288d, Arist.Mete.378a27, Pol.1258b32.    2abs., mine, οἱ μεταλλεύοντες Ph.Bel.99.13, D.S.5.37, Luc. Cont.11; Λαμψακηνοῖς μ. work in mines for the L., Polyaen.2.1.26 (-ηνοί codd., i. e. condemn to labour in mines): c. acc. cogn., πᾶν μεταλλεύων γνύθος Lyc.485.    3 carry on mining operations, of besiegers, D.S. 18.70: also c. acc. cogn., μ. τὰς ὑπονόμους σήραγγας D.H.4.44, cf. Polyaen.7.11.5.    4 undermine, τείχη J.AJ17.10.3.    5 explore, AP6.302 (Leon.), Nic.Th.672; μ. τὴν ἔρευναν Porph.Marc. 26.    II = μεταλλάσσω, pervert, ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μ. νοῦν ἄκακον LXX Wi.4.12:—Pass., to be converted, εἰς πάντα ib.16.25.

German (Pape)

[Seite 149] in der Erde nach Wasser, Erzen, Metallen graben, suchen, Bergbau treiben und dabei ausgraben, ὁπόσα μεταλλεύεται Plat. Polit. 288 d, Sp., wie Luc. Cont. 11; Minen graben, D. Sic. 18, 70 u. a. Sp.; bei Polyaen. 2, 1, 26 = Einen zur Bergwerksarbeit verurtheilen; übh. = untersuchen, ausforschen, vgl. μεταλλάω, die VLL. erkl. ζητῶ, ἐρευνῶ; – τῷ τί μεταλλεύεις τοῦτον μυχόν, Leon. Al. 30 (VI, 302).

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεύω: μέλλ. -σω· πρκμ. μετήλλευκα (πρβλ. περιέσσευσα ἀντὶ ἐπερίσσευσα), Vol. Herc. Ox. 1. σ. 92· (μέταλλον). Λαμβάνω διὰ μεταλλείας, χρυσοῖο γενέθλην Διον. Π. 1114· ― Παθητ., λαμβάνομαι διὰ μεταλλείας, ἐπὶ μετάλλων (πρβλ. μεταλλευτός), Πλάτ. Πολιτικ. 288D, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 12, Πολιτικ. 1. 11, 5. 2) σκάπτω μεταλλεῖα, μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέταλλα μ. Διόδ. 5. 37· ἐπὶ τῶν πολιορκητῶν, μ. ὑπονόμους καὶ σήραγγας Διονύσ. Ἁλ. 4., 44, Πολύαιν.· ἀπολ., Διόδ. 18. 70. 3) καθόλου, ἐρευνῶ, ὡς τὸ μεταλλάω, Ἀνθ. Π. 6. 302, Νικ, Θηρ. 672, Ἑβδ. (Δευτ. Η΄, 9). ΙΙ καταδικάζω εἰς ἐργασίαν ἐν τοῖς μεταλλείοις, Πολύαιν. 2. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

faire des fouilles souterraines pour la recherche de l’eau, des métaux, etc. ; extraire des métaux d’une mine, creuser une mine, miner.
Étymologie: μέταλλον.

Greek Monolingual

(ΑM μεταλλεύω)
ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)
νεοελλ.-μσν.
(ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα
αρχ.
1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται σε μεταλλεία
2. (για πολιορκητές) εκτελώ υπονομευτικά έργα, σκάβω υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)
3. σκάβω υπονόμους
4. ζητώ, ερευνώ
5. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῡν ἄκακον», Σοφ.)
6. παθ. μεταλλεύομαι
μεταστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο ή μεταλλεύς.

Greek Monotonic

μεταλλεύω: (μέταλλον), μέλ. -σω,
1. εξάγω (μέταλλο) από την εξόρυξη — Παθ. εξάγομαι μέσω όρυξης, λέγεται για μέταλλα, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. γενικά, εξερευνώ, σε Ανθ.