νεοσσός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(26)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νεοσσός]] και [[νοσσός]], Α αττ. τ. [[νεοττός]])<br /><b>1.</b> (γενικά) μικρό [[πουλί]] που [[μόλις]] βγήκε από το [[αβγό]] του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή ζώο που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογνό]] ζώου ή ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) μικρό [[κοτόπουλο]], [[κλωσσοπούλι]], κλωσσόπουλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... [[νεοσσός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[νεοττός]]<br />λεγόταν σχετικά με την [[εταίρα]] Λαΐδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἵππου [[νεοττός]]»<br /><b>(περιλπτ.)</b> το άριστο και ακμαίο ιππικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του [[νέος]], που θυμίζει τα [[περισσός]], [[ἔπισσαι]]. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό <i>kyo</i>- του [[κεῖμαι]] δεν φαίνεται πειστική].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νεοσσός]] και [[νοσσός]], Α αττ. τ. [[νεοττός]])<br /><b>1.</b> (γενικά) μικρό [[πουλί]] που [[μόλις]] βγήκε από το [[αβγό]] του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή ζώο που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογνό]] ζώου ή ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) μικρό [[κοτόπουλο]], [[κλωσσοπούλι]], κλωσσόπουλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... [[νεοσσός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[νεοττός]]<br />λεγόταν σχετικά με την [[εταίρα]] Λαΐδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἵππου [[νεοττός]]»<br /><b>(περιλπτ.)</b> το άριστο και ακμαίο ιππικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του [[νέος]], που θυμίζει τα [[περισσός]], [[ἔπισσαι]]. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό <i>kyo</i>- του [[κεῖμαι]] δεν φαίνεται πειστική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοσσός:''' ὁ ([[νέος]]), Αττ. [[νεοττός]],<br /><b class="num">1.</b> κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] νεαρό ζώο, όπως ο [[νεαρός]] [[κροκόδειλος]], σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσός Medium diacritics: νεοσσός Low diacritics: νεοσσός Capitals: ΝΕΟΣΣΟΣ
Transliteration A: neossós Transliteration B: neossos Transliteration C: neossos Beta Code: neosso/s

English (LSJ)

Att. νεοττ-, ὁ, (νέος)

   A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a.    2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in pl., young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως ν., of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου ν. the horse's brood, A.Ag.825.    3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.

German (Pape)

[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit d’un oiseau, ou en gén. d’un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.

English (Autenrieth)

(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)

Spanish

polluelo

English (Strong)

from νέος; a youngling (nestling): young.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)
1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)
2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου
νεοελλ.
(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλο
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)
3. (ως θηλ.) νεοττός
λεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα
4. φρ. «ἵππου νεοττός»
(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό kyo- του κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

νεοσσός: ὁ (νέος), Αττ. νεοττός,
1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.