πετρώδης: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(32) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πετραῑον</i>, <i>τὰ πετραῑα</i><br />[[βραχώδης]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]]» — [[τάφος]] σκαμμένος, [[μέσα]] σε βράχο<br />β) «[[πετρώδης]] [[δεσμός]]» — πέτρινο [[δεσμωτήριο]], πέτρινη [[φυλακή]]. | |mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πετραῑον</i>, <i>τὰ πετραῑα</i><br />[[βραχώδης]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]]» — [[τάφος]] σκαμμένος, [[μέσα]] σε βράχο<br />β) «[[πετρώδης]] [[δεσμός]]» — πέτρινο [[δεσμωτήριο]], πέτρινη [[φυλακή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πετρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πέτρα]] ή λίθο, [[πετρώδης]], [[πέτρινος]], [[βραχώδης]], όπως το [[πετραῖος]], [[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]], λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like rock or stone, rocky, stony, π. κατῶρυξ, of a grave, S.Ant.774, cf. Porph.Antr.9; of ground, Hp.Aër.1; γεηρὰ καὶ πετρώδη καὶ ἄγρια Pl.R.612a; ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Arist.HA549b14; τὸ π. BMus.Inscr.3.407.8 (Priene); ἄνθρωποι π. καὶ δενδρώδεις Heraclit.Incred.23; π. κεφαλή Philum.Ven.15.4.
German (Pape)
[Seite 606] ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.
Greek (Liddell-Scott)
πετρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πέτρᾳ, βραχώδης, πετρώδης, ὡς τὸ πετραῖος, πετρώδει... ἐν κατώρυχι, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ.· 948· ἐπὶ ἐδάφους, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· πετρώδη καὶ ἄγρια Πλάτ. Πολ. 612Α· ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 pierreux, rocailleux;
2 de pierre, fait en pierres.
Étymologie: πέτρα ou πέτρος, -ωδης.
English (Strong)
from πέτρα and εἶδος; rock-like, i.e. rocky: stony.
English (Thayer)
πετρῶδες (from πέτρα and εἶδος; hence, properly, 'rocklike,' 'having the appearance of rock'), rocky, stony: τό πετρῶδες and τά πετρώδη, of ground full of rocks, Sophocles, Plato, Aristotle, Diodorus 3,45 (44), Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ
πέτρα
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πετραῑον, τὰ πετραῑα
βραχώδης τόπος
3. φρ. α) «πετρώδης κατῶρυξ» — τάφος σκαμμένος, μέσα σε βράχο
β) «πετρώδης δεσμός» — πέτρινο δεσμωτήριο, πέτρινη φυλακή.
Greek Monotonic
πετρώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πέτρα ή λίθο, πετρώδης, πέτρινος, βραχώδης, όπως το πετραῖος, πετρώδης κατῶρυξ, λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.