προκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[προβάλλω]] το [[κεφάλι]] μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.<br />β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προέρχομαι]], [[απορρέω]], [[ανακύπτω]] («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε [[ζημιά]]»)<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>προκύπτει</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], ως [[αποτέλεσμα]], απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)<br /><b>μσν.</b><br />[[βγαίνω]] στο [[παράθυρο]] («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκύβω]], [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[ξεμυτίζω]], [[προεξέχω]] (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ [[βρέφος]]», Προφ.<br />β. «κἄρτι [[προκύπτω]] ἔξω τοῡ τείχους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξέρχομαι]], εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[πάσχω]] από [[πρόπτωση]] οργάνου<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποκύπτω]] σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[νερό]]) [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[προβάλλω]] το [[κεφάλι]] μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.<br />β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προέρχομαι]], [[απορρέω]], [[ανακύπτω]] («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε [[ζημιά]]»)<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>προκύπτει</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], ως [[αποτέλεσμα]], απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)<br /><b>μσν.</b><br />[[βγαίνω]] στο [[παράθυρο]] («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκύβω]], [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[ξεμυτίζω]], [[προεξέχω]] (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ [[βρέφος]]», Προφ.<br />β. «κἄρτι [[προκύπτω]] ἔξω τοῡ τείχους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξέρχομαι]], εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[πάσχω]] από [[πρόπτωση]] οργάνου<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποκύπτω]] σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[νερό]]) [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] και [[λυγίζω]] προς τα [[εμπρός]], [[κρυφοκοιτάζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκύπτω Medium diacritics: προκύπτω Low diacritics: προκύπτω Capitals: ΠΡΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: prokýptō Transliteration B: prokyptō Transliteration C: prokypto Beta Code: proku/ptw

English (LSJ)

   A point forwards and downwards, ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν (in dislocations) Hp.Art.59.    2 stick one's head out, peep out, ἐκ τοῦ δίφρου D.C.64.6; διά τινων ὀπῶν S.E.M. 7.350, cf. 364: c. gen., τῆς καλύβης Alciphr.3.30; θυρίδων Babr.116.3.    3 peep out, emerge, ἔξω τείχους Ar.Av.496; of things, τιτθίον Id.Ra.415; γλῶττα Luc.Alex.12; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.Merc. Cond.34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος Porph.Gaur.16.5, cf. S.E.M. 5.65: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. Iamb.VP17.77; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως Dam.Pr.85; ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος (prob. for ὑπερ-) Aristaenet.2.10.    4 Medic., suffer from prolapsus, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97.    5 flow out, of water, Porph. in Cat.104.21.    II stoop before, of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.

German (Pape)

[Seite 732] sich vorwärts od. vornüber bücken, beugen, neigen; ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους, Ar. Av. 496, hervorragen, -gucken; προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Luc. Conviv. 37; γλῶσσα προκύπτει, Alex. 12; komisch bei Plut. Symp. 2, 1 προκύπτειν τῆς πόλεως von einem Bucklichen, statt προεστάναι.

Greek (Liddell-Scott)

προκύπτω: [ῡ] μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἔξω οὕτως ὥστε νὰ βλέπω, ἔξω τείχους Ἀριστοφ. Ὄρν. 496· ἐκ τοῦ δίφρου Δίων Κ. 64. 6· διά τινων ὀπῶν Σέξτ. Ἐμπ. 7. 350, πρβλ. 364· καὶ μετὰ γεν., τῆς καλύβης Ἀλκίφρων 3. 30· θυρίδων Βάβρ. 116. 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, προκύπτει ἄκρος ποὺς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825· τιτθίον Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· γλῶττα Λουκ. Ἀλέξ. 12· κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου πρ. ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34· ― μεταφορ., τὸ νοητικὸν πρ. Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 77· ἀπ’ ἄκρων τῶν χειλῶν προκύπτει τις λόγος Ἀρισταίν. 2. 10· πρβλ. παρακύπτω. ΙΙ. κύπτω ἐνώπιόν τινος, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Πλούτ. 2. 633D.

French (Bailly abrégé)

1 baisser la tête en avant (pour regarder) ; en gén. se pencher en avant de, gén.;
2 être suspendu sur ; être prêt à sortir.
Étymologie: πρό, κύπτω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.
β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)
νεοελλ.
1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά»)
2. (ως τριτοπρόσ.) προκύπτει
συνάγεται ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα, απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)
μσν.
βγαίνω στο παράθυρο («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)
αρχ.
1. σκύβω, γέρνω προς τα εμπρός και προς τα κάτω
2. ξεπροβάλλω, ξεμυτίζω, προεξέχω (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ βρέφος», Προφ.
β. «κἄρτι προκύπτω ἔξω τοῡ τείχους», Αριστοφ.)
3. εξέρχομαι, εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)
4. ιατρ. πάσχω από πρόπτωση οργάνου
5. σκύβω μπροστά σε κάποιον, υποκύπτω σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», Πλούτ.)
6. (για νερό) ξεπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

προκύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω και λυγίζω προς τα εμπρός, κρυφοκοιτάζω, σε Αριστοφ.