σανδαράκη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σανδαράχη]], η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> εύθρυπτη, σχετικά αρωματική [[ημιδιαφανής]] [[ρητίνη]], που διατίθεται υπό [[μορφή]] ωχροκίτρινων [[κόκκων]], λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, [[σήμερα]], στην [[βιομηχανία]] χρωμάτων, στην [[φαρμακοποιία]] [[καθώς]] και για [[επικάλυψη]] χαρτιού, δέρματος και μετάλλου<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] του αρσενικού και του θείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ερυθρά]] [[σανδαράκη]]»<br /><b>(ορυκτ.)</b> κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο [[ορυκτό]] του αρσενικού και του θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό [[μετάλλευμα]] του αρσενικού<br />β) «κίτρινη [[σανδαράκη]]» — διαφανές κίτρινο θειούχο [[ορυκτό]] του αρσενικού, που αποτελεί [[απόθεση]] θερμών πηγών και [[είναι]] [[προϊόν]] εξαλλοίωσης, [[ιδίως]] από [[ερυθρά]] [[σανδαράκη]], ή [[προϊόν]] χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροφή]] τών [[μελισσών]] («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν [[σκληρότητα]], ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ [[εἶδος]] τι μεταλλικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, [[χωρίς]] να [[είναι]] γνωστή η [[ακριβής]] προέλευσή της. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με την λ. <i>Σανδαράκη</i>, όν. ενός λιμανιού του Εύξεινου Πόντου].
|mltxt=και [[σανδαράχη]], η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> εύθρυπτη, σχετικά αρωματική [[ημιδιαφανής]] [[ρητίνη]], που διατίθεται υπό [[μορφή]] ωχροκίτρινων [[κόκκων]], λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, [[σήμερα]], στην [[βιομηχανία]] χρωμάτων, στην [[φαρμακοποιία]] [[καθώς]] και για [[επικάλυψη]] χαρτιού, δέρματος και μετάλλου<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] του αρσενικού και του θείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ερυθρά]] [[σανδαράκη]]»<br /><b>(ορυκτ.)</b> κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο [[ορυκτό]] του αρσενικού και του θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό [[μετάλλευμα]] του αρσενικού<br />β) «κίτρινη [[σανδαράκη]]» — διαφανές κίτρινο θειούχο [[ορυκτό]] του αρσενικού, που αποτελεί [[απόθεση]] θερμών πηγών και [[είναι]] [[προϊόν]] εξαλλοίωσης, [[ιδίως]] από [[ερυθρά]] [[σανδαράκη]], ή [[προϊόν]] χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροφή]] τών [[μελισσών]] («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν [[σκληρότητα]], ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ [[εἶδος]] τι μεταλλικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, [[χωρίς]] να [[είναι]] γνωστή η [[ακριβής]] προέλευσή της. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με την λ. <i>Σανδαράκη</i>, όν. ενός λιμανιού του Εύξεινου Πόντου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σανδᾰράκη:''' [ᾰ], ἡ, [[ορυκτό]] κόκκινο ή σε πορτοκαλί [[απόχρωση]], σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκη Medium diacritics: σανδαράκη Low diacritics: σανδαράκη Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΗ
Transliteration A: sandarákē Transliteration B: sandarakē Transliteration C: sandaraki Beta Code: sandara/kh

English (LSJ)

[ρᾰ], ἡ,

   A red sulphide of arsenic, realgar, Arist.HA604b28, Plin.HN34.177, Peripl.M.Rubr.49; written σανδαράχη in Hp. Morb.2.14 (but σανδᾰράκ-κη Superf.32), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, Alciphr.1.33, etc.    2 an orange pigment made therefrom, Thphr.Lap.40, 50. (Assyr. šindu ar[kudot ]u 'green paint', i.e. yellow sulphide of arsenic, orpiment, cf. ἀρσενικόν.)    II bee-bread, Arist.HA626a7.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während ἀρσενικόν gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit ἐριθάκη, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) χρῶμα ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ κήρινθος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ ἐριθάκη, αὐτόθι 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
arsenic rouge (p. opp. à l’arsenic jaune ou ἀρσενικός).
Étymologie: cf. skr. sindura « minium ».

Greek Monolingual

και σανδαράχη, η, ΝΜΑ
1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία καθώς και για επικάλυψη χαρτιού, δέρματος και μετάλλου
2. ορυκτό του αρσενικού και του θείου
3. φρ. α) «ερυθρά σανδαράκη»
(ορυκτ.) κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο ορυκτό του αρσενικού και του θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα του αρσενικού
β) «κίτρινη σανδαράκη» — διαφανές κίτρινο θειούχο ορυκτό του αρσενικού, που αποτελεί απόθεση θερμών πηγών και είναι προϊόν εξαλλοίωσης, ιδίως από ερυθρά σανδαράκη, ή προϊόν χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβες
αρχ.
1. τροφή τών μελισσών («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν σκληρότητα, ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ εἶδος τι μεταλλικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή της. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με την λ. Σανδαράκη, όν. ενός λιμανιού του Εύξεινου Πόντου].

Greek Monotonic

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ορυκτό κόκκινο ή σε πορτοκαλί απόχρωση, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).