σηπία: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], δεκάποδων κεφαλόποδων [[μαλακίων]], κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] [[σουπιά]]<br /><b>2.</b> [[τύπος]] μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια [[κεφαλόποδα]] [[μαλάκια]] και, [[κυρίως]], από τις σουπιές, [[γνωστός]] από την [[αρχαιότητα]], που χρησιμοποιήθηκε όμως [[μετά]] την Αναγέννηση ως [[μέσο]] σχεδιασμού, κν. [[σέπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ., αν και [[ονομασία]] ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>ταιν</i>-<i>ία</i>), [[αντί]] για το συνηθέστερο [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>pia</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[σουπιά]] (<b>πρβλ.</b> [[σησάμιον]]: [[σουσάμι]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], δεκάποδων κεφαλόποδων [[μαλακίων]], κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] [[σουπιά]]<br /><b>2.</b> [[τύπος]] μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια [[κεφαλόποδα]] [[μαλάκια]] και, [[κυρίως]], από τις σουπιές, [[γνωστός]] από την [[αρχαιότητα]], που χρησιμοποιήθηκε όμως [[μετά]] την Αναγέννηση ως [[μέσο]] σχεδιασμού, κν. [[σέπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ., αν και [[ονομασία]] ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>ταιν</i>-<i>ία</i>), [[αντί]] για το συνηθέστερο [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>pia</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[σουπιά]] (<b>πρβλ.</b> [[σησάμιον]]: [[σουσάμι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σηπία:''' ἡ, [[σουπιά]], η οποία όταν αλιεύεται, θολώνει το [[νερό]] εκχέοντας ένα [[υγρό]], είδος μελανιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cuttle-fish, sepia, Hippon.68 B, Epich.61, Ar.Ach.351, al., Antipho Soph.78, Arist.HA524a25, al.; a dainty at Athens, Ar. Ach.1040, etc.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, der Blackfisch od. Tintenfisch, der, verfolgt, eine schwarze, leuchtende Feuchtigkeit von sich giebt, aus der die braune Malerfarbe sepia bereitet wird; Ar. Ach. 332 Eccl. 126; Arist. H. A. 4, 8; Ath. VII, 323 ff.
Greek (Liddell-Scott)
σηπία: ἡ, «σουπιά», μαλάκιον ὅπερ διωκόμενον ἐκπέμπει μέλαν τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα ὅπως διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ χρῶμα σηπία, Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. θολός (ὁ), θολόω· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς ἔδεσμα ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
seiche, poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia.
Étymologie: DELG obscur.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά
2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από τις σουπιές, γνωστός από την αρχαιότητα, που χρησιμοποιήθηκε όμως μετά την Αναγέννηση ως μέσο σχεδιασμού, κν. σέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ., αν και ονομασία ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. και ταιν-ία), αντί για το συνηθέστερο επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας). Η σύνδεση της λ. με το ρ. σήπομαι «σαπίζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sēpia), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. σουπιά (πρβλ. σησάμιον: σουσάμι)].
Greek Monotonic
σηπία: ἡ, σουπιά, η οποία όταν αλιεύεται, θολώνει το νερό εκχέοντας ένα υγρό, είδος μελανιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).