στανιό: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(38)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακούσιος]], αυτός που γίνεται [[παρά]] τη [[θέληση]] κάποιου («[[στανιό]] [[στεφάνι]]» — [[γάμος]] [[ακούσιος]], με εξαναγκασμό)<br /><b>2.</b> [[εξαναγκασμός]], [[καταναγκασμός]], [[ζόρι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με το [[στανιό]]» — ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τ., οι οποίες [[ωστόσο]] προσκρούουν σε σοβαρές φωνητικές δυσχέρειες. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[στανιό]] έχει προέλθει από μσν. τ. <i>στανέο</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>στανέως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σθενέως</i> <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]] (λόγω της τάσης τών Βυζαντινών για ασυναίρετους τ. <b>πρβλ.</b> <i>ἀσθενῶς</i>: <i>ἀσθενέως</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη μτχ. <i>ιστάμενος</i> του [[ἵστημι]]: <i>ἱστάμενος</i> &GT; <i>ἱσταμένως</i> &GT; <i>σταμένως</i> (με σίγηση του αρκτικού <i>ι</i>-) &GT; <i>στα</i>(<i>με</i>)<i>ναίως</i> &GT; <i>σταναίως</i> &GT; <i>σταναιώς</i> &GT; [[στανιό]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], ο τ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από <i>στενεός</i>, [[άλλο]] τ. του [[στενός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀδελφεός]]: [[ἀδελφός]]) [[είτε]] από <i>στενεῖον</i> / <i>στενειό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>στενεία</i> / <i>στενέα</i> «βία, [[εξαναγκασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>συνήθειο</i>: [[συνήθεια]], [[συμπάθειο]]: [[συμπάθεια]]) <span style="color: red;"><</span> [[στενεύω]] «[[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]]», με [[παραφθορά]] του -<i>ε</i>- σε -<i>α</i>-].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακούσιος]], αυτός που γίνεται [[παρά]] τη [[θέληση]] κάποιου («[[στανιό]] [[στεφάνι]]» — [[γάμος]] [[ακούσιος]], με εξαναγκασμό)<br /><b>2.</b> [[εξαναγκασμός]], [[καταναγκασμός]], [[ζόρι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με το [[στανιό]]» — ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τ., οι οποίες [[ωστόσο]] προσκρούουν σε σοβαρές φωνητικές δυσχέρειες. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[στανιό]] έχει προέλθει από μσν. τ. <i>στανέο</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>στανέως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σθενέως</i> <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]] (λόγω της τάσης τών Βυζαντινών για ασυναίρετους τ. <b>πρβλ.</b> <i>ἀσθενῶς</i>: <i>ἀσθενέως</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη μτχ. <i>ιστάμενος</i> του [[ἵστημι]]: <i>ἱστάμενος</i> > <i>ἱσταμένως</i> > <i>σταμένως</i> (με σίγηση του αρκτικού <i>ι</i>-) > <i>στα</i>(<i>με</i>)<i>ναίως</i> > <i>σταναίως</i> > <i>σταναιώς</i> > [[στανιό]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], ο τ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από <i>στενεός</i>, [[άλλο]] τ. του [[στενός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀδελφεός]]: [[ἀδελφός]]) [[είτε]] από <i>στενεῖον</i> / <i>στενειό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>στενεία</i> / <i>στενέα</i> «βία, [[εξαναγκασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>συνήθειο</i>: [[συνήθεια]], [[συμπάθειο]]: [[συμπάθεια]]) <span style="color: red;"><</span> [[στενεύω]] «[[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]]», με [[παραφθορά]] του -<i>ε</i>- σε -<i>α</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

το, Ν
1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» — γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό)
2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι
3. φρ. «με το στανιό» — ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τ., οι οποίες ωστόσο προσκρούουν σε σοβαρές φωνητικές δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, ο τ. στανιό έχει προέλθει από μσν. τ. στανέο (με συνίζηση) < επίρρ. στανέως < σθενέως < σθένος (λόγω της τάσης τών Βυζαντινών για ασυναίρετους τ. πρβλ. ἀσθενῶς: ἀσθενέως). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη μτχ. ιστάμενος του ἵστημι: ἱστάμενος > ἱσταμένως > σταμένως (με σίγηση του αρκτικού ι-) > στα(με)ναίως > σταναίως > σταναιώς > στανιό. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από στενεός, άλλο τ. του στενός (πρβλ. ἀδελφεός: ἀδελφός) είτε από στενεῖον / στενειό(ν) < στενεία / στενέα «βία, εξαναγκασμός» (πρβλ. συνήθειο: συνήθεια, συμπάθειο: συμπάθεια) < στενεύω «υποχρεώνω, εξαναγκάζω», με παραφθορά του -ε- σε -α-].