συνεπαγωνίζομαι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐπαγωνίζομαι]]<br />[[υποκινώ]] νέο αγώνα από κοινού με κάποιον. | |mltxt=Α [[ἐπαγωνίζομαι]]<br />[[υποκινώ]] νέο αγώνα από κοινού με κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υποκίνηση]] μιας [[επιπλέον]] έριδας, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.
French (Bailly abrégé)
être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.
Greek Monolingual
Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
Greek Monolingual
Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
Greek Monotonic
συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.