ὑποκριτής: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(43) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑποκριτής]], ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ονειροκρίτης]] («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾱς ὑπείληφεν;», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απαγγέλλει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ραψωδός]] («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=ο / [[ὑποκριτής]], ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ονειροκρίτης]] («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾱς ὑπείληφεν;», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απαγγέλλει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ραψωδός]] («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποκρῐτής:''' -οῦ, ὁ ([[ὑποκρίνομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ερμηνευτής]] ή ο [[αναλυτής]], σε Πλάτ., Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που υποδύεται ένα ρόλο πάνω στην [[σκηνή]], [[υποκριτής]], [[ηθοποιός]], [[θεατρίνος]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που προσποιείται, αυτός που συγκαλύπτει ή αποσιωπά [[σκάνδαλο]], [[παρανομία]], [[υποκριτής]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who answers: I interpreter or expounder, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης Pl.Ti. 72b; ὀνείρων Luc.Somn.17, etc. II in Att., one who plays a part on the stage, actor, Ar.V.1279, Pl.R.373b, Chrm. 162d, Smp.194b, X. Mem.2.2.9, etc. 2 of an orator, ποικίλος ὑ. καὶ περιττός (of Dem.) Phld.Rh.1.197 S.; one who delivers, recites, declaimer, ἐπῶν Tim.Lex. s.v. ῥαψῳδοί; rhapsodist, D.S.14.109, 15.7; this sense or sense 11.1 is possible in PCair.Zen.4.44 (iii B. C.). 3 metaph., pretender, dissembler, hypocrite, LXX Jb.34.30, 36.13, Ev.Matt.23.13, al.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, der Bescheid giebt, dah. der Ausleger der Träume, Erklärer, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης καὶ φαντάσεως ὑποκριταί Plat. Tim. 72 b. – Gew. der Schauspieler, Ar. Vesp. 1279 Plat. Charm. 162 d u. öfter, wie Sp., z. B. Luc. oft. – Auch der Heuchler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκρῐτής: οῡ, ὁ, ὁ ἀποκρινόμενος: Ι. ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, τῆς δι’ αἰνιγμῶν φήμης Πλάτ. Τίμ. 72Β· ὀνείρων Λουκ. Ἐνύπν. 17, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ., ὁ παριστάνων, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἠθοποιός, Ἀριστοφ. Σφ. 1279, Πλάτ. Πολ. 373Β, Χαρμ. 162D, Συμπ. 194Β, Ξεν., κλπ. 2) ὁ ἀπαγγέλλων, ἐπῶν Τιμ. Λεξικ. ῥαψῳδός, Διόδ. 14. 109., 15. 7. 3) μεταφορ. ὁ προσποιούμενος χαρακτῆρα ὃν δὲν ἔχει, ὑποκριτής, Ἑβδ. (Ἰὼβ, ΛΔ΄, 30, Λϛʹ, 13) Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 interprète d’un songe, d’une vision;
2 acteur, comédien.
Étymologie: ὑποκρίνομαι.
English (Strong)
from ὑποκρίνομαι; an actor under an assumed character (stage-player), i.e. (figuratively) a dissembler ("hypocrite": hypocrite.
English (Thayer)
ὑποκριτου, ὁ (ὑποκρίνομαι, which see);
1. one who answers, an interpreter (Plato, Lucian).
2. an actor, stage-player (Aristophanes, Xenophon, Plato, Aelian, Herodian).
3. in Biblical Greek, a dissembler, pretender, hypocrite: ,Tdf.),R L in brackets; חָנֵף, profane, impious.) (Mention is made of Heimsoeth, De voce ὑποκριτής comment. (Bonnae, 1874,4to.).)
Greek Monolingual
ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν ὑποκρίνομαι
1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός
2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται
αρχ.
1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι
2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾱς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)
3. αυτός που απαγγέλλει κάτι
4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).
Greek Monotonic
ὑποκρῐτής: -οῦ, ὁ (ὑποκρίνομαι)·
I. ερμηνευτής ή ο αναλυτής, σε Πλάτ., Λουκ.
II. 1. αυτός που υποδύεται ένα ρόλο πάνω στην σκηνή, υποκριτής, ηθοποιός, θεατρίνος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. μεταφ., αυτός που προσποιείται, αυτός που συγκαλύπτει ή αποσιωπά σκάνδαλο, παρανομία, υποκριτής, σε Καινή Διαθήκη