σινάμωρος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι). | |lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐνάμωρος:''' <b class="num">1)</b> причиняющий вред, разоряющий: τῶν [[ἑωυτοῦ]] σ. Her. портящий собственное достояние;<br /><b class="num">2)</b> падкий до лакомств ([[σκύλαξ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A mischievous, hurtful, ὀλέθρια καὶ σ. Hp.Art.48; wantonly mischievous, Anacr.52; of a dog, Plu.2.3a: c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ σ. destructive of his own property, Hdt.5.92.ζ. Adv. -ρως, ἐπέδακνεν τὸν Εὐριπίδην Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvi 23. 2 wanton, ἀπάτη Ach.Tat.2.38 (s.v.l.). (σίνομαι: for the termin. -μωρος, cf. ἰόμωρος.)
German (Pape)
[Seite 882] schädlich, verderblich, verwüstend; mit dem gen. der Sache, παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, d. i. seiner eigenen Sache schadend, Her. 5, 92, 6. – Bei den Attikern = naschhaft, leckerhaft, bes. lüstern nach verbotenem Liebesgenusse, wollüstig; καὶ λίχνος, von einem Hunde, Plut. de educ. lib. 4; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 609; Schol. Ar. Nubb. 1053 erkl. σινάμωρον τὸ πορνικόν, wie auch σινάμωρος ἡ μεμορημένη, und fügt die Ableitung von σίνος = αἰδοῖον hinzu. Der Zusammenhang mit σίνομαι, σίνος ist klar, -μωρος aber dieselbe Ableitungssylbe, welche in ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος, ὑλακόμωρος vorkommt (σινόμωρος, welche Form analoger gebildet wäre, ist schon von den alten Gramm. verworfen, vgl. Wessel. Her. 1, 152 u. Jac. in Wolf's Anal. 3 p. 30), und die verschieden gedeutet wird, verwüstungstoll, naschtoll, oder dem das Beschädigen, Naschen gleichsam zu Theil geworden (μόρος).
Greek (Liddell-Scott)
σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, βλαπτικός, ἐπιβλαβής, ὀλέθρια καὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816· ἀκολάστως βλαπτικός, αἰσχρός, λάγνος, Ἀνακρ. 52· ἐπὶ κυνός, Πλούτ. 2. 3Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1009· ― μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σ., βλάπτων τὰς ἰδίας του ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 92, 6. 2) αἰσχρός, λάγνος, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. 609. (Εἶναι κατάδηλος ἡ ἐκ τοῦ σίνομαι ἐτυμολογία· περὶ δὲ τῆς καταλήξεως -μωρος, ἴδε τὴν λ. ἰόμωρος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σινάμωρος· κακόσχολος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 nuisible, funeste;
2 vorace, gourmand.
Étymologie: σίνομαι, -μωρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. βλαβερός, επιζήμιος
2. λάγνος, ασελγής
3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος
κακόσχολος».
επίρρ...
σιναμώρως
με τρόπο επιβλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν-α- (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + -μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο σημασιολογικά (πρβλ. εγχεσί-μωρος, ιό-μωρος) είτε συνδέεται με το επίθ. μωρός.
Greek Monotonic
σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, επιβλαβής, επιζήμιος, με γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρος, επιζήμιος, βλαβερός για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από σίνομαι και -μωρος, βλ. ἰό-μωροι).
Russian (Dvoretsky)
σῐνάμωρος: 1) причиняющий вред, разоряющий: τῶν ἑωυτοῦ σ. Her. портящий собственное достояние;
2) падкий до лакомств (σκύλαξ Plut.).