ἄφενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφενος:''' τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[αφθονία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το Λατ. op-es).
|lsmtext='''ἄφενος:''' τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[αφθονία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το Λατ. op-es).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφενος:''' (ᾰ) τό (только nom. и acc. sing.; Hes., Anth. - ὁ ἄ.) богатство, изобилие, достаток Hom.
}}
}}

Revision as of 17:49, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφενος Medium diacritics: ἄφενος Low diacritics: άφενος Capitals: ΑΦΕΝΟΣ
Transliteration A: áphenos Transliteration B: aphenos Transliteration C: afenos Beta Code: a)/fenos

English (LSJ)

εος, τό,

   A revenue, riches, wealth, abundance, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, cf. 23.299, Thgn.30; μύρμηκος Crates Theb.10.7; of the wealth of the gods, Hes.Th.112: masc. acc. ἄφενον v.l. in Id.Op.24: gen. οιο Call.Jov.96, AP9.234 (Crin.); cf. ἄφνος.

German (Pape)

[Seite 408] (Ableitung unsicher, vgl. Buttmann Lexil. 1, 46), τό, reichlicher Vorrath, Reichthum; Hom. dreimal, Iliad. 1, 171 ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ἄφενος u. πλοῦτος steht auf Homer. Art παραλλήλως, beides bedeutet dasselbe, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 48, 30 ἄφενος πλοῦτος – ἀπὸ τούτου καὶ ἀφνειοςπλούσιος; Iliad. 23, 299 μέγα γάρ οἱ ἔδωκει Ζεὺς ἄφενος; Odyss. 14, 99 οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ' ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. δώδεκ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες. ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα παντα ἐσχατιῇ βόσκοντ, ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὀρονται. – αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε; – vom Reichthume der Götter, Hes. Th. 112. – Bei Hes. O. 24 ist es masc., wie Call. Iov. 96; Crinag. ep. 33 (IX, 234).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφενος: (καὶ παρὰ Πινδ. ἄφνος), τό, πρόσοδος, περιουσία, ὄλβος, ἀφθονία ἀγαθῶν, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς ἄφνος (ὁπόθεν ἀφνειός), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, περιουσία), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
richesse, biens, abondance.
Étymologie: R. Ἀπ acquérir ; cf. lat. ops.

English (Autenrieth)

neut.: large possessions, riches.

Spanish (DGE)

-ους, τό

• Morfología: [tb. ὁ ἄ. Hes.Op.24 (var.), Thgn.130; gen. -οιο Call.Iou.96, AP 9.234 (Crinag.)]
1 riqueza en origen tal vez proc. de la ganadería μέγα γάρ οἱ ἔδωκε Ζεὺς ἄ. Il.23.299, οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἐστ' ἄ. τοσσοῦτον (explicado como riqueza ganadera) Od.14.99, ganadera y agrícola οὐκ ἄ. φεύγων οὐδὲ πλοῦτόν τε καὶ ὄλβον Hes.Op.637, cf. 24, h.Cer.489, unido a otros tipos de riqueza y honores οὐδέ σ' ὀΐω ἔνθαδ' ἄτιμος ἐὼν ἄ. καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, τιμὰς μηδ' ἀρετὰς ἕλκεο μηδ' ἄ. Thgn.30, cf. 130, como propia de dioses, Hes.Th.112, y reyes, Man.3.188
como algo más abstracto bien(es) ταῦτ' ἄ. θνητοῖσι (el placer, la juventud, la belleza, etc.), Sol.14.7 (= Thgn.725), cf. Call.Iou.94, 96, μύρμηκός τ' ἄ. χρήματα μαιόμενος deseando riquezas como bien de la hormiga Crates.Theb.SHell.359.7, ἐπ' ὄνειρα διαγράψεις ἀφένοιο; AP l.c.
2 fruto anual, cosecha Hsch.

• Etimología: Etim. dud. Se ha rel. c. ai. apnas ‘riqueza’ pero presenta dificultades fonéticas. Tb. se ha rel. c. het. ḫappin- ‘rico’ y se trataría de un préstamo de alguna lengua anatolia. Para su rel. c. ἀφνειός se postula una síncopa de la segunda sílaba. Tb. se ha rel. c. ai. aghnyā- ‘semental’, de *aghenos de una raíz *ghen- ‘hinchar’, ‘rebosar’, pero es hipotético.

Greek Monolingual

ἄφενος, το (Α)
περιουσία, πρόσοδος, αφθονία αγαθών, βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. ινδ. άpnas- «περιουσία, πλούτος», παρ' όλο που είναι σημασιολογικά ικανοποιητική, δεν εξηγεί το δασύ -φ- του ελλ. τ., πράγμα που οδήγησε στην αναγωγή της λ. σε ινδοευρ. apsnos (πρβλ. λιθ. āpstas), που δικαιολογεί μεν το δασύ, αφήνει όμως ανερμήνευτο το -ε-. Είναι ίσως προτιμότερο να συνδεθεί ο τ. με χεττ. happin-ant- «πλούσιος», happineš- «γίνομαι πλούσιος» και happinah- «κάνω κάποιον πλούσιο» (< ινδοευρ. op-en) και να θεωρηθεί δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως, σχηματισμένη από μία έρρινη ρίζα και επίθημα -es-, παρεκτεταμένο με ένα -η- που απαντά στο λατ. mūnus «δώρο, χάρισμα» κ.ά.].

Greek Monotonic

ἄφενος: τό, πρόσοδος, περιουσία, αφθονία, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. (από την ίδια ρίζα όπως το Λατ. op-es).

Russian (Dvoretsky)

ἄφενος: (ᾰ) τό (только nom. и acc. sing.; Hes., Anth. - ὁ ἄ.) богатство, изобилие, достаток Hom.