ἀποστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστεγάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αφαιρώ]] τη [[στέγη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀποστεγάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αφαιρώ]] τη [[στέγη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστεγάζω:''' <b class="num">1)</b> (о кровле) поднимать, открывать (τὴν στέγην NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. открывать, вскрывать (τι Emped., Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστεγάζω Medium diacritics: ἀποστεγάζω Low diacritics: αποστεγάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: apostegázō Transliteration B: apostegazō Transliteration C: apostegazo Beta Code: a)postega/zw

English (LSJ)

   A uncover, πυκινὸν ῥόον Emp.100.14(prob. in 42.1); ἀ. τὸν νεών unroof it, Str.8.3.30, cf. 4.4.6 (Pass.), IG12(3).325.30 (Thera, ii A.D., Pass.); ἀ. τὸ τρῆμα open it, Sotad.2.    2 take off a covering, τὴν στέγην Ev.Marc.2.4.    II = ἀποστέγω 1, cover closely, Thphr.CP5.6.5, Arist.Pr.924a37.

German (Pape)

[Seite 326] 1) abdecken, das Dach abtragen, Strab.; N. T.; öffnen, τρῆμα Sotad. bei Ath. XIV, 621 b. – 2) überdecken, theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστεγάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, ὡσαύτως Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ ἱερόν, ἀφαιρῶ τὴν στέγην αὐτοῦ, Στράβ. 198· ἀπ. τὸ τρῆμα, ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = ἀποστέγω Ι, στεγάζω καλῶς, σκεπάζω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

1 ôter le toit, découvrir ; ouvrir;
2 recouvrir.
Étymologie: ἀπό, στεγάζω.

Spanish (DGE)

I 1descubrir ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.
2 levantar el techo, destechar τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Eu.Marc.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo, IG 12(3).325.30 (Tera II d.C.).
II recubrir ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.Pr.924a37, cf. Thphr.CP 5.6.5.

English (Strong)

from ἀπό and a derivative of στέγη; to unroof: uncover.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεστέγασα; (στεγάζω, from στέγη); to uncover, take off the roof: ὑπεροων which see, and it was the roof of this which those who were bringing the sick man to Jesus are said to have 'dug out'; (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, House, p. 1104)). (Strabo 4,4, 6, p. 303; 8,3, 30, p. 542.)

Greek Monolingual

ἀποστεγάζω)
αφαιρώ τη στέγη, ξεσκεπάζω
νεοελλ.
(νομ.) αφαιρώ το δικαίωμα στέγασης από κάποιον ή διατάζω την έξωσή του από στέγη που του έχει παραχωρηθεί
αρχ.
σκεπάζω, καλύπτω τελείως.

Greek Monotonic

ἀποστεγάζω: μέλ. -σω, αφαιρώ τη στέγη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀποστεγάζω: 1) (о кровле) поднимать, открывать (τὴν στέγην NT);
2) перен. открывать, вскрывать (τι Emped., Arst.).