κυανόστολος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόστολος:''' -ον ([[στολή]]), με σκουρόχρωμη [[εσθήτα]], με [[βαθιά]] σκούρα [[στολή]], σε Βίωνα.
|lsmtext='''κυᾰνόστολος:''' -ον ([[στολή]]), με σκουρόχρωμη [[εσθήτα]], με [[βαθιά]] σκούρα [[στολή]], σε Βίωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνό-στολος, ον [[στολή]]<br />[[dark]]-robed, [[Bion]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόστολος Medium diacritics: κυανόστολος Low diacritics: κυανόστολος Capitals: ΚΥΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanóstolos Transliteration B: kyanostolos Transliteration C: kyanostolos Beta Code: kuano/stolos

English (LSJ)

ον,

   A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.

German (Pape)

[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vêtement sombre.
Étymologie: κύανος, στολή.

Greek Monolingual

κυανόστολος, -ον (Α)
ντυμένος στα μαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ-στολος, λινό-στολος].

Greek Monotonic

κυᾰνόστολος: -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.

Middle Liddell

κυᾰνό-στολος, ον στολή
dark-robed, Bion.