πένης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πένης:''' -ητος, ὁ ([[πένομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[μεροκαματιάρης]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], που διακρίνεται από τον <i>πτωχόν</i> ([[ζητιάνος]]), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, [[δόμος]], σε Ευρ.· <i>ἐν πένητι σώματι</i>, στον ίδ.· με γεν., [[πένης]] χρημάτων, [[φτωχός]] από χρήματα, στον ίδ.· [[πένης]] [[φίλων]], σε Πλάτ.· συγκρ. [[πενέστερος]], σε Ξεν.· υπερθ. [[πενέστατος]], σε Δημ.
|lsmtext='''πένης:''' -ητος, ὁ ([[πένομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[μεροκαματιάρης]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], που διακρίνεται από τον <i>πτωχόν</i> ([[ζητιάνος]]), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, [[δόμος]], σε Ευρ.· <i>ἐν πένητι σώματι</i>, στον ίδ.· με γεν., [[πένης]] χρημάτων, [[φτωχός]] από χρήματα, στον ίδ.· [[πένης]] [[φίλων]], σε Πλάτ.· συγκρ. [[πενέστερος]], σε Ξεν.· υπερθ. [[πενέστατος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πένης:''' ητος adj. (compar. [[πενέστερος]], superl. [[πενέστατος]]) бедный, неимущий (ἄνθρωποι Her.; [[ἀνήρ]] Soph.; [[δόμος]], [[σῶμα]] Eur.): π. χρημάτων Eur. не имеющий состояния, неимущий.<br />ητος ὁ бедняк Her., Arph. etc.
}}
}}

Revision as of 12:35, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένης Medium diacritics: πένης Low diacritics: πένης Capitals: ΠΕΝΗΣ
Transliteration A: pénēs Transliteration B: penēs Transliteration C: penis Beta Code: pe/nhs

English (LSJ)

ητος, ὁ, (πένομαι)

   A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος... ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- δόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ar.Pl. 553 ; οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133, 2.47 ; πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4 ; πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51 ; οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph.584; π. ἵππος X. Oec. 11.5.    II as Adj., π. δόμοι E. El.1139 : c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ; π. φίλων Pl.Ep.332c ; π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11 : Comp. πενέστερος X.Ath.1.13: Sup. πενέστατος D.21.123.

German (Pape)

[Seite 554] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet (πένομαι) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ φειδωλός, Legg. IV, 719 e; καὶ ἄπορος, Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. πένης γὰρ ἦν ἀνδρῶν φίλων καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; βίος, Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. πένησσα erwähnt Hesych. – Compar. πενέστερος, Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος.

Greek (Liddell-Scott)

πένης: -ητος, ὁ, (πένομαι) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ εὔπορος, ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται ὑπεράνω τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, πλούσιος Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. ἵππος Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. δόμος Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι αὐτόθι 372· μετὰ γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, αὐτόθι 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - ὡσαύτως θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. πενέστερος, Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11.

French (Bailly abrégé)

ητος;
adj.
pauvre, indigent (propr. qui travaille pour vivre) ; avec un gén. pauvre de, qui manque de;
Cp. πενέστερος, Sp. πενέστατος.
Étymologie: πένομαι.

English (Strong)

from a primary peno (to toil for daily subsistence); starving, i.e. indigent: poor. Compare πτωχός.

English (Thayer)

πένητος, ὁ (πένομαι to work for one's living; the Latin penuria and Greek πεινάω are akin to it (cf. Vanicek, p. 1164); hence, πένης equivalent to ἐκ πόνου καί ἐνεργείας τό ζῆν ἔχων, Etym. Magn.), poor: Sophocles and Herodotus down; the Sept. for אֶבְיון, עָנִי, דַּל, רָשׁ, etc.) [ SYNONYMS: πένης, πτωχός: "πένης occurs but once in the N. T., and then in a quotation from the O. T., while πτωχός occurs between thirty and forty times .... The πένης may be so poor that he earns his bread by daily labor; the πτωχός that he only obtains his living by begging." Trench, § xxxvi.; cf. Schmidt, chapter 85,4; chapter 186.]

Greek Monolingual

και πένητας, ο / πένης, -ητος, ΝΜΑ
αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός
αρχ.
1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.)
2. ως επίθ. φτωχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ. κέλης < κέλομαι)].

Greek Monotonic

πένης: -ητος, ὁ (πένομαι
I. αυτός που δουλεύει για το καθημερινό ψωμί του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, που διακρίνεται από τον πτωχόν (ζητιάνος), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, δόμος, σε Ευρ.· ἐν πένητι σώματι, στον ίδ.· με γεν., πένης χρημάτων, φτωχός από χρήματα, στον ίδ.· πένης φίλων, σε Πλάτ.· συγκρ. πενέστερος, σε Ξεν.· υπερθ. πενέστατος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πένης: ητος adj. (compar. πενέστερος, superl. πενέστατος) бедный, неимущий (ἄνθρωποι Her.; ἀνήρ Soph.; δόμος, σῶμα Eur.): π. χρημάτων Eur. не имеющий состояния, неимущий.
ητος ὁ бедняк Her., Arph. etc.