ἀγρεύω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(1)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀγρεύω:''' <b class="num">1)</b> охотиться, ловить (τι Xen.): ἀ. [[ἰχθῦς]] Her. ловить рыбу; τὴν ἄγραν ἠγρευκότες Eur. поймав добычу; ἀγρευόμενα θηρία Xen. животные, являющиеся предметом охоты, дичь; ἀγρευθεὶς ἤγρευσεν Anth. он попался, но (и сам) поймал; ἀ. [[αἷμα]] τραγοκτόνον Eur. устраивать кровавую охоту на козлов;<br /><b class="num">2)</b> med. схватывать (τι Eur.); выхватывать, вырывать ([[ξίφος]] τινὶ ἐκ [[χερός]] Eur.): μεσημβρινὸν [[ὕπνον]] ἀ. Anth. задремать в полдень.
|elrutext='''ἀγρεύω:''' <b class="num">1)</b> охотиться, ловить (τι Xen.): ἀ. [[ἰχθῦς]] Her. ловить рыбу; τὴν ἄγραν ἠγρευκότες Eur. поймав добычу; ἀγρευόμενα θηρία Xen. животные, являющиеся предметом охоты, дичь; ἀγρευθεὶς ἤγρευσεν Anth. он попался, но (и сам) поймал; ἀ. [[αἷμα]] τραγοκτόνον Eur. устраивать кровавую охоту на козлов;<br /><b class="num">2)</b> med. схватывать (τι Eur.); выхватывать, вырывать ([[ξίφος]] τινὶ ἐκ [[χερός]] Eur.): μεσημβρινὸν [[ὕπνον]] ἀ. Anth. задремать в полдень.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄγρα]], see also [[ἀγρέω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[take]] by [[hunting]] or [[fishing]], to [[catch]], [[take]], Hdt., Eur.; also in Mid., θύματ' ἠγρεύσασθ' ye caught or chose [[your]] [[victim]], Eur.; Pass. to be taken in the [[chase]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to [[hunt]] [[after]], [[thirst]] for, Eur.; but ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ to [[catch]] him in or by his words, NTest.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρεύω Medium diacritics: ἀγρεύω Low diacritics: αγρεύω Capitals: ΑΓΡΕΥΩ
Transliteration A: agreúō Transliteration B: agreuō Transliteration C: agreyo Beta Code: a)greu/w

English (LSJ)

fut. εύσω Call.Dian.85: aor.

   A ἤγρευσα E.Ba.1204:— Med., v. infr.:—Pass., aor. ἠγρεύθην AP, v. infr.: (ἀγρεύς):—take by hunting or fishing, catch, ἰχθῦς Hdt.2.95, cf. X.Cyn.12.6; ἄγραν ἠγρευκότες E.Ba.434; of war, φιλεῖ . . ἄνδρας . . ἀγρεύειν νέους S.Fr. 554:—also in Med., θύματ' ἠγρεύσασθε ye caught or chose your victim, E.IT1163; τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; why didst thou snatch . . ? Id.Andr.842:—Pass., X.An.5.3.8, cf. Sphaer.Stoic.1.142; ἀγρευθεὶς ἤγρευσε AP9.94 (Isid.), 12.113 (Mel.).    2 metaph., hunt after, thirst for, αἷμα E.Ba.138; σὰν (sc. Ἀρετᾶς) ἀ. δύναμιν Arist.Fr.675.11; ὕπνον AP7.196 (Mel.), cf. 12.125 (Mel.); but ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ to catch by his words, Ev.Marc.12.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρεύω: μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: (ἄγρα). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - ὡσαύτως, τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, θηρεύω, διψῶ τινος, αἷμα, Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· ὕπνον, Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13.

French (Bailly abrégé)

ao. ἤγρευσα, pf. ἤγρευκα;
Pass. ao. ἠγρεύθην;
prendre à la chasse, à la pêche ; p. ext. surprendre;
Moy. ἀγρεύομαι, capturer, s’emparer de.
Étymologie: ἀγρεύς.

Spanish (DGE)

1 capturar animales, cazar o pescar según cont. ἰχθῦς Hdt.2.95, θῆρας E.Ba.1237, cf. μελέαν ... ἄγραν E.Fr.517, X.Cyn.12.6, ὄρνιν Nonn.D.40.493, συάγρους PRyl.238, cf. POxy.122.9 (III/IV d.C.), Aesop.94.3, ref. a la pesca, Philostr.Im.2.17.3, abs. UPZ 225.15 (II a.C.)
fig. τήνδ' ἄγραν ἠγρευκότες de Dioniso prisionero, E.Ba.434.
2 simpl. coger, atrapar, capturar (subyace a veces la idea de la caza) φιλεῖ ... ἄνδρας πόλεμος ἀγρεύειν νέους la guerra suele llevarse a los jóvenes S.Fr.554, ἀ. αἷμα τραγοκτόνον sacrificar el macho cabrío E.Ba.138, ὑπό τινων ἀγρευθεῖεν λάθρᾳ Aen.Tact.22.11, ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ γάλα, ἐμὲ διὰ τὸ κρέας Aesop.87
fig. παρανομίαι ἄνδρας ἀγρεύουσι LXX Pr.5.22, cf. 6.26
esp. del amor πρέσβυν AP 6.293 (Leon.), μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς no te dejes coger por tus ojos (por una mujer perversa), LXX Pr.6.25, παρακοίτην τόν σοι Ἔρως ἤγρευσεν Musae.149, ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ para sorprenderle, cogerle en una trampa de palabras, Eu.Marc.12.13.
3 por el sent. incoativo a veces del presente buscar, tratar de apoderarse de σὰν (τῆς ἀρετῆς) ἀγρεύοντες δύναμιν Arist.Fr.675, μεσημβρινὸν ὕπνον ἀγρεύσω buscaré, procuraré la siesta, AP 7.196 (Mel.).
4 v. med. apoderarse de, quitar τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; ¿por qué me has quitado la espada de la mano? E.Andr.842, οὐ καθαρὰ ... θύματ' ἠγρεύσασθε os habéis apoderado de víctimas impuras E.IT 1163.

• Etimología: Cf. ἀγρέω.

English (Abbott-Smith)

ἀγρεύω (ἄγρα), [in LXX: Jb 10:16, Pr 5:22 6:25,26, Ho 5:2 (לקח ni., שׁחט, etc.)*;]
to catch or take by hunting or fishing; metaph., Mk 12:13. †

English (Strong)

from ἄγρα; to hunt, i.e. (figuratively) to entrap: catch.

English (Thayer)

1st aorist ή᾿γρευσα; (ἄγρα); to catch (properly, wild animals, fishes): figurative, ἵνα αὐτόν ἀγρεύσωσι λόγῳ in order to entrap him by some inconsiderate remark elicited from him in conversation, cf. Anthol. it often denotes to ensnare in the toils of love, captivate; cf. παγιδεύω, σαγηνεύω, Lucian, Tim. 25.)

Greek Monotonic

ἀγρεύω: μέλ. ἀγρεύσω, αόρ. αʹ ἤγρευσα (ἄγρα
1. συλλαμβάνω στο κυνήγι ή στο ψάρεμα, πιάνω, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης στη Μέσ., θύματ' ἠγρεύσασθ', συλλάβατε ή διαλέξατε τα θύματά σας μόνοι σας, για τους εαυτούς σας, σε Ευρ. — Παθ., θηρεύομαι, πιάνομαι στο κυνήγι, σε Ξεν.
2. μεταφ., επιδιώκω, θηρεύω, διψώ για κάτι, σε Ευρ.· αλλά· ἀγρεύειν τινὰλόγῳ, συλλαμβάνω κάποιον από τα λόγια του, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀγρεύω: 1) охотиться, ловить (τι Xen.): ἀ. ἰχθῦς Her. ловить рыбу; τὴν ἄγραν ἠγρευκότες Eur. поймав добычу; ἀγρευόμενα θηρία Xen. животные, являющиеся предметом охоты, дичь; ἀγρευθεὶς ἤγρευσεν Anth. он попался, но (и сам) поймал; ἀ. αἷμα τραγοκτόνον Eur. устраивать кровавую охоту на козлов;
2) med. схватывать (τι Eur.); выхватывать, вырывать (ξίφος τινὶ ἐκ χερός Eur.): μεσημβρινὸν ὕπνον ἀ. Anth. задремать в полдень.

Middle Liddell

ἄγρα, see also ἀγρέω
1. to take by hunting or fishing, to catch, take, Hdt., Eur.; also in Mid., θύματ' ἠγρεύσασθ' ye caught or chose your victim, Eur.; Pass. to be taken in the chase, Xen.
2. metaph. to hunt after, thirst for, Eur.; but ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ to catch him in or by his words, NTest.