ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(4b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπερβαλλόντως:''' сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb. | |elrutext='''ὑπερβαλλόντως:''' сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[exceedingly]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 9 January 2019
English (LSJ)
v. sq. A. 11.5.
German (Pape)
[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
English (Strong)
adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.
English (Thayer)
(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)
Greek Monolingual
ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.
Middle Liddell
[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.