ἐπίρροθος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(2)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίρροθος:''' <b class="num">1)</b> спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;<br /><b class="num">4)</b> достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).
|elrutext='''ἐπίρροθος:''' <b class="num">1)</b> спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;<br /><b class="num">4)</b> достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. and f.,<br />Meaning: [[helper]], [[helping]] (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560; <b class="b2">abusive language</b> (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), as adjunct of <b class="b3">ὁδός</b> = <b class="b2">where the cars rage</b> (AP 7, 50).<br />Other forms: as adj. also <b class="b3">-ον</b> n.<br />Derivatives: <b class="b3">ἐπιρροθέω</b> <b class="b2">shout in answer, rage against</b> (Trag., D. H.). Not to be separated from <b class="b3">ῥόθος</b> [[noise]], <b class="b3">ῥοθέω</b> [[rage]]; in the epic <b class="b2">come with noise to somebody</b> = <b class="b2">with noise coming to help</b>, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. <b class="b3">ἐπίρροθος</b> [[helper]] in Hom. wrong for usual [[ἐπιτάρροθος]], s. v.
}}
}}

Revision as of 01:35, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρροθος Medium diacritics: ἐπίρροθος Low diacritics: επίρροθος Capitals: ΕΠΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: epírrothos Transliteration B: epirrothos Transliteration C: epirrothos Beta Code: e)pi/rroqos

English (LSJ)

ον,

   A coming to the rescue; as Subst., helper, τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη Il.4.390; θεὰ... μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν 23.770; μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν Hes.Op.560; ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε A.R.2.1193: also as Adj., μῆτις, πύργος ἐ., ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος . . ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος.    2. [ὁδὸς] λείη καὶ . easy (?), AP7.50 (Archim.).    II. ἐ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, S.Ant.413.    2. δώμαθ' . . ἐ. full of fault-finding, Id.Fr.583.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρροθος: -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί, «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., πύργος, μῆτις ἐπίρροθος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν ἐναντίον τινός, νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ ἐπιτάρροθος (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ ἄπαυστος κακολογία, Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - ἐντεῦθεν, ἀξιόμεμπτος, ταπεινός, μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’élance au secours de, τινι ; p. ext. secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;
2 qui s’élance sur ou contre ; fig. qui blâme, qui injurie.
Étymologie: ἐπί, ῥόθος.

English (Autenrieth)

(cf. ἐπιτάρροθος): helper. (Il.)

Spanish

que socorre

Greek Monolingual

ἐπίρροθος, -ον (Α) ρόθος
1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)
2. προστάτης, προστατευτικός
3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει
4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός
5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)
6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.

Greek Monotonic

ἐπίρροθος: -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ.
II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρροθος: 1) спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);
2) спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);
3) резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;
4) достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.,
Meaning: helper, helping (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560; abusive language (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), as adjunct of ὁδός = where the cars rage (AP 7, 50).
Other forms: as adj. also -ον n.
Derivatives: ἐπιρροθέω shout in answer, rage against (Trag., D. H.). Not to be separated from ῥόθος noise, ῥοθέω rage; in the epic come with noise to somebody = with noise coming to help, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. ἐπίρροθος helper in Hom. wrong for usual ἐπιτάρροθος, s. v.