παροδεύω: Difference between revisions
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan. | |elnltext=παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροδεύω:''' <b class="num">1)</b> проходить мимо Theocr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> проходить, проезжать, проплывать, переходить (τι Luc.): ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Plut. когда солнце проходит через созвездие Льва. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A pass by, Theoc. 23.47, AP 9.341 (Glauc.), etc.; of flowing water, Polyaen.3.9.61 ; of the ureter, Archig. and Philagr. ap. Aët. 11.4 ; διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει Porph. ap. Eus. PE 3.11. 2 c. acc., pass by or through, D.S.32.27, Plu.2.973d, Herm. ap. Stob.1.49.44, Luc.Nigr.36, IG14.881 (Sinuessa) : Astron., pass through or across, Plu. 2.67oc, Ptol. Tetr.109 ; τὰ αὐτοῦ ὅρια Vett. Val. 145.9 :—Pass., to be passed by, J. BJ5.10.2, Plu.2.759f. 3 pass, spend, τὸν βίον BCH 27.261 (Argos).
German (Pape)
[Seite 524] vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.
Greek (Liddell-Scott)
παροδεύω: παρέρχομαι, ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται πολλάκις Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.
French (Bailly abrégé)
1 passer auprès;
2 aller au delà de, dépasser, acc..
Étymologie: πάροδος.
Greek Monolingual
Α οδεύω
1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.)
2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.)
3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι, προσπερνώ κάτι («τοῑς συνήθως παροδεύουσι τὸν τόπον», Πλούτ.)
4. αστρον. πορεύομαι, διέρχομαι ανάμεσα από κάτι («τοῡ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», Πλούτ.)
5. μτφ. διάγω, ζω, δαπανώ («τὸν βίον παροδεύοντος», επιγρ.).
Greek Monotonic
παροδεύω: μέλ. -σω,
1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι, σε Θεόκρ.
2. με αιτ., πηγαίνω, περνώ από δίπλα, προσπερνώ, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan.
Russian (Dvoretsky)
παροδεύω: 1) проходить мимо Theocr., Anth.;
2) проходить, проезжать, проплывать, переходить (τι Luc.): ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Plut. когда солнце проходит через созвездие Льва.