παλίγκοτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(nl)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλίγκοτος -ον [πάλιν, κότος] met hernieuwde woede; vijandig, kwaadaardig:; τύχη π. kwaadaardig lot Aeschl. Ag. 571; κληδόνας παλιγκότους ongelukstijdingen Aeschl. Ag. 863; geneesk. erg, met ernstige gevolgen; subst. vijand:; οἱ ἐμοὶ παλίγκοτοι mijn vijanden Aeschl. Suppl. 376; adv. παλιγκότως op slechte, kwalijke wijze:. αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως het verging hem slecht Hdt. 4.156.1.
|elnltext=παλίγκοτος -ον [πάλιν, κότος] met hernieuwde woede; vijandig, kwaadaardig:; τύχη π. kwaadaardig lot Aeschl. Ag. 571; κληδόνας παλιγκότους ongelukstijdingen Aeschl. Ag. 863; geneesk. erg, met ernstige gevolgen; subst. vijand:; οἱ ἐμοὶ παλίγκοτοι mijn vijanden Aeschl. Suppl. 376; adv. παλιγκότως op slechte, kwalijke wijze:. αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως het verging hem slecht Hdt. 4.156.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίγκοτος:''' <b class="num">II</b> ὁ противник, враг Pind., Aesch.<br />постоянно разгорающийся, т. е. неутолимо враждебный, злой (κληδόνες, [[τύχη]] Aesch.; [[πῆμα]] Pind.): π. τινι Arph. враждебный кому-л.
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγκοτος Medium diacritics: παλίγκοτος Low diacritics: παλίγκοτος Capitals: ΠΑΛΙΓΚΟΤΟΣ
Transliteration A: palínkotos Transliteration B: palinkotos Transliteration C: paligkotos Beta Code: pali/gkotos

English (LSJ)

ον,

   A spiteful, malignant, resentful, ἀλλά τις οὐκ ἔμμι παλιγκότων ὄργαν Sapph.72; κληδόνες π. injurious, untoward reports, A.Ag.863, 874; π. τύχη the spitefulness of fortune, ib.571; πῆμα Pi.O.2.20; π. ὄψιν ἰδοῦσα a dreadful sight, Mosch.4.92; τὰ π. λέγειν Antipho Soph. 49.    2 of persons, hostile, malignant, τινι Ar.Pax390, Euph.51.12, etc.; πρὸς πάντα π. Theoc.22.58; οἱ παλίγκοτοι adversaries, Pi.N. 4.96, A.Supp.376. Adv., αὐτῷ . . -τως συνεφέρετο it fared ill with him, Hdt.4.156; φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π. to bear accidents not resentfully, E.Fr.572.2.    II metaph., of wounds or injuries, growing malignant, festering, Hp.Art.27 (Sup.).    III steep, rugged, πάγος τρηχύς τε καὶ π. Archil.87. (Cf. ἀλλόκοτος).

German (Pape)

[Seite 448] vom wiederkehrenden Groll od. Zorn, wieder grollend, feindlich gesinnt; τραχὺς παλιγκότοις ἔφεδρος, Pind. N. 4, 96; πῆμα, Ol. 2, 22; τύχη, feindliches Geschick, Unglück, Aesch. Ag. 557; auch κλῃδών, gehässig, 837. 848; μὴ γένῃ παλίγκοτός τις ἀντιβολοῦσιν, Ar. Pax 390; sp. D., wie Theocr. 22, 58; Mosch. 4, 92; Agath. 19 (V, 280). – Von Krankheiten oder Wunden, wieder gefährlich werdend, wieder aufbrechend, Hippocr. u. folgde Medic.; auch παθήματα παλ., Schmerzen, die sich erneuern oder wiederkehren. – Adv., παλιγκότως συνεφέρετο αὐτῷ, Her. 4, 156, es ging ihm von Neuem widerwärtig, das frühere Unglück brach aufs Neue hervor.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκοτος: -ον, κυρίως ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος κακοήθης, π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ νέας ἐκρήξεως πάθους, κακός, ἐπίμονος, παλαιός, ἀλλά τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. τύχη, ἐναντία τύχη, αὐτόθι 571· πῆμα Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐχθρικός, δυσμενής, τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλιν κότος· ἀλλ’ ἴδε ἀλλόκοτος, νεόκοτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des retours de haine ou de colère, dont la méchanceté ou la colère se réveille, s’aigrit, s’exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ παλίγκοτος ennemi, adversaire.
Étymologie: πάλιν, κότος.

English (Slater)

πᾰλίγκοτος
   1 malignant πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.20) pro subs. adversary, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (N. 4.96)

Greek Monolingual

παλίγκοτος, -ον (Α)
1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ.
β. «κληδόναι παλίγκοτοι» — επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικόςἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ' ὑπερόπτης», Θεόκρ.)
3. (για πληγή) αυτός που υποτροπιάζει, αυτός που γίνεται ξανά κακοήθης
4. απότομος, ανώμαλοςπάγος τρηχύς τε καὶ παλίγκοτος», Αρχίλ.)
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παλίγκοτοι
οι ενάντιοι, οι αντίθετοι.
επίρρ...
παλιγκότως (Α)
1. με μνησικακία, εχθρικά
2. κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κότος «έχθρα, μίσος, οργή» (πρβλ. αλλό-κοτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίγκοτος: -ον, I. λέγεται για τραύματα, αυτός που γίνεται εκ νέου κακοήθης· μεταφ. σε επίρρ., αὐτῷπαλιγκότως συνεφέρετο, σύμφωνα με την παλιά κακή του τύχη συνέβη σ' αυτόν, σε Ηρόδ.
II. 1. νέα έκρηξη πάθους, κληδόνες παλίγκοτοι, επιζήμια, δυσάρεστη αναφορά, σε Αισχύλ.· παλίγκοτος τύχη, δυσμενής τύχη, στον ίδ.
2. λέγεται για ανθρώπους, εχθρικός, κακοήθης, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· παλίγκοτοι, οι εχθροί, σε Πίνδ. (το -κοτος, φαίνεται να είναι κατάληξη όπως στο ἀλλόκοτος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίγκοτος -ον [πάλιν, κότος] met hernieuwde woede; vijandig, kwaadaardig:; τύχη π. kwaadaardig lot Aeschl. Ag. 571; κληδόνας παλιγκότους ongelukstijdingen Aeschl. Ag. 863; geneesk. erg, met ernstige gevolgen; subst. vijand:; οἱ ἐμοὶ παλίγκοτοι mijn vijanden Aeschl. Suppl. 376; adv. παλιγκότως op slechte, kwalijke wijze:. αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως het verging hem slecht Hdt. 4.156.1.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγκοτος: II ὁ противник, враг Pind., Aesch.
постоянно разгорающийся, т. е. неутолимо враждебный, злой (κληδόνες, τύχη Aesch.; πῆμα Pind.): π. τινι Arph. враждебный кому-л.