ἀπόκρυφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρῠφος:''' скрытый, сокровенный, тайный: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον [[δέμας]] [[κρύψαι]] Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
|elrutext='''ἀπόκρῠφος:''' скрытый, сокровенный, тайный: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον [[δέμας]] [[κρύψαι]] Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποκρύπτω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hidden]], [[concealed]], Eur.; ἐν ἀποκρύφωι in [[secret]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. [[concealed]] from, [[unknown]] to one, Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[obscure]], [[hard]] to [[understand]], Xen.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκρῠφος Medium diacritics: ἀπόκρυφος Low diacritics: απόκρυφος Capitals: ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: apókryphos Transliteration B: apokryphos Transliteration C: apokryfos Beta Code: a)po/krufos

English (LSJ)

ον,

   A hidden, concealed, E.HF1070(lyr.); ἐν ἀποκρύφφ in secret, Hdt.2.35; ἀ. θησαυροί hidden, stored up, Ep.Col.2.3; underhand, μηδὲν ἀ. πεποιῆσθαι Vit.Philonid.p.2C.    2 c. gen., ἀπόκρυφον πατρός unknown to him, X.Smp.8.11.    II obscure, recondite, hard to understand, Id.Mem.3.5.14; γράμματα Call.Fr.242; ἀ. σύμβολαδέλτων, of hieroglyphics, Hymn.Is.10; στήλη PMag.Par.1.1115; [βίβλος] PMag.Leid.W.25.14; -κρύφων μύσται Vett.Val.7.30; ἀ. αἰτία Procl.in Ti.1.53D., cf. eund.in Prm.p.549 S.    III Adv. -φως secretly, Aq.Hb.3.14, Vett.Val.301.5.

German (Pape)

[Seite 309] versteckt, heimlich, δέμας Eur. Herc. fur. 1069; ἀπόκρυφον πατρός, ohne des Vaters Wissen, Xen. Symp. 8, 11; abs., Mem. 3, 5. 14; καθαρμός Ep. ad. 198 (App. 100). Dah. βιβλία, geheime, Suid.; auch = untergeschoben, unächt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρῠφος: -ον, κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1070· ἐν ἀποκρύφῳ, κρυφίως, μυστικῶς, Ἡρόδ. 2. 35· ἀπ. θησαυροί, κεκρυμμένοι, ἐναποτεθειμένοι, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 31.· 2) μετὰ γεν., ἀπόκρυφον πατρός, ἄγνωστον εἰς αὐτόν, Ξεν. Συμπ. 8. 11. ΙΙ. ἀσαφής, σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 5, 14· γράμματα Καλλ. Ἀποσπ. 242· ἀπ. σύμβολα δέλτων, ἐπὶ ἱερογλυφικῶν, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1028. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ βιβλίων, ὁτὲ μὲν νόθων, ὁτὲ δὲ μὴ κανονικῶν, μὴ ἀνεγνωρισμένων ὑπὸ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἴδε Suicer ἐν λ. - Ἐπίρρ. -φως Ἀκύλας Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον pudenda muliebria.
Étymologie: ἀποκρύπτω.

Spanish (DGE)

(ἀπόκρῠφος) -ον
I 1escondido, oculto, δέμας E.HF 1070, θησαυροί LXX Is.45.3, ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα LXX Da.2.22, cf. Arist.Mir.841a24, Ep.Col.2.3
secreto μηδὲ[ν] ἀπόκρυφον [πεπο] ῆσθαι πρὸς αὐτούς Vit.Philonid.p.56
gener. en secreto ἐν ἀποκρύφῳ ... ποιέειν Hdt.2.35, ἐν ἀποκρύφοις ... ἐθησαυρίσαντο Ph.1.174, cf. LXX De.27.15, PMag.12.321
a escondidas de, desconocido para c. gen. πατρός X.Smp.8.11, c. dat. A.Thom.A 34 (152.8).
2 difícil de entender, oscuro οὐδὲν ἀπόκρυφον δοκεῖ μοι εἶναι X.Mem.3.5.14, στήλη PMag.4.1115
enigmático, misterioso, secreto τὰ Φοινίκων ... βιβλία Sud.s.u. Φερεκύδης (= Pherecyd.Syr.A 2), γράμματα Call.Fr.468, σύμβολα Hymn.Is.10 (Andros), αἰτία Procl.in Ti.1.53
con significado secreto ἐν ἀποκρύφῳ Procop.Gaz.M.87.941B.
II apócrifo ref. a libros no canónicos ἐν ἀποκρύφοις Origenes M.11.65B, Eus.HE 4.22.9, Aug.Ciu.15.23.
III adv. -ως
1 secretamente φαγεῖν πένητας ἀ. Aq.Hb.3.14.
2 con un lenguaje misterioso φανερῶς τε ἅμα καὶ ἀ. δι' ἀλληγοριῶν τὰ λεχθέντα Epiph.Const.Or.S.C.19 (p.182.16).

English (Strong)

from ἀποκρύπτω; secret; by implication, treasured: hid, kept secret.

English (Thayer)

ἀπόκρυφον (ἀποκρύπτω), hidden, secreted: stored up: Theod.); Xenophon, Euripides; (cf. Lightfoot on the word, Colossians , the passage cited and Ignatius i. 351 f).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόκρυφος, -ον)
Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός
2. ο άρρητος, ο εσωτερικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα
ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυστικό (ή τα μυστικά)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα απόκρυφα (μέρη)
τα γεννητικά όργανα
αρχ.-μσν.
απρόσιτος στους πολλούς ανεξήγητος
αρχ.
1. «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά
2. «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι
II. επίρρ. απόκρυφα (AM ἀπόκρύφως)
μυστικά.

Greek Monotonic

ἀπόκρῠφος: -ον (ἀποκρύπτω
I. 1. αυτός που τηρείται κρυφός, συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· ἐν ἀποκρύφῳ, στα κρυφά, σε Ηρόδ.
2. με γεν., αυτός που κρατείται στην αφάνεια, για κάποιον, άγνωστος σε κάποιον, σε Ξεν.
II. ασαφής, συγκεχυμένος, σκοτεινός, δύσληπτος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκρῠφος: скрытый, сокровенный, тайный: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον δέμας κρύψαι Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.

Middle Liddell

ἀποκρύπτω
I. hidden, concealed, Eur.; ἐν ἀποκρύφωι in secret, Hdt.
2. c. gen. concealed from, unknown to one, Xen.
II. obscure, hard to understand, Xen.