βαρύφρων: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - v. l. к [[βαθύφρων]]).
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - v. l. к [[βαθύφρων]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρήν]]<br />[[weighty]] of [[purpose]], [[grave]]-[[minded]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφρων Medium diacritics: βαρύφρων Low diacritics: βαρύφρων Capitals: ΒΑΡΥΦΡΩΝ
Transliteration A: barýphrōn Transliteration B: baryphrōn Transliteration C: varyfron Beta Code: baru/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A heavy of mind, melancholy, gloomy, συντυχίαι Lyr.Adesp.140.8; Αἰήτης A.R.4.731; savage, ταῦρος Lyc.464; cruel, δαίμων Opp.H.4.174.    2 weighty of purpose, grave-minded, Theoc.25.110.

German (Pape)

[Seite 435] ον, schwermüthig, mißmüthig, Theocr. 25, 110; Ap. Rh. 4, 731; Mel. 34 (XII, 141) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύφρων: ον,γεν.-ονος,(φρήν) βαρύθυμος, μελαγχολικός,κατηφής, συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -ἄγριος, ταῦρος Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν (βαθύφρων, Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 dont l’esprit est accablé, triste ; ou simpl. grave;
2 au cœur dur : cruel, sauvage.
Étymologie: βαρύς, φρήν.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφρων) -ον
cruel συντυχίαι Lyr.Adesp.100b.8, Αἰήτης A.R.4.731, Ἡρακλῆς Theoc.25.110, Νέμεσις AP 12.141, δαίμων Opp.H.4.174
salvaje ταῦρος Lyc.464, θύννη Opp.H.4.505.

Greek Monolingual

βαρύφρων (-ονος), ο, η (AM)
1. (για ζώο) άγριος
2. (για άνθρωπο) απολίτιστος
αρχ.
1. βαρύθυμος
2. σκληρός, άσπλαχνος
3. σταθερός, αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -φρων < φρην (-ενός) «νους, καρδιά»].

Greek Monotonic

βᾰρύφρων: -ον (φρήν), γεν. -ονος, βαρύθυμος, κατηφής, αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή σκέψη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύφρων: 2, gen. ονος разгневанный, гневный (Νέμεσις Anth.; Ἡρακλῆς Theocr. - v. l. к βαθύφρων).

Middle Liddell

φρήν
weighty of purpose, grave-minded, Theocr.