πενιχρός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(3b)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πενιχρός:''' Hom., Pind., Plat., Polyb., NT = [[πένης]] I.
|elrutext='''πενιχρός:''' Hom., Pind., Plat., Polyb., NT = [[πένης]] I.
}}
{{elnl
|elnltext=πενιχρός -ά -όν [πένης] zelden in proza, arm, behoeftig; adv. πενιχρῶς op een zuinige manier.
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενιχρός Medium diacritics: πενιχρός Low diacritics: πενιχρός Capitals: ΠΕΝΙΧΡΟΣ
Transliteration A: penichrós Transliteration B: penichros Transliteration C: penichros Beta Code: penixro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A poor, needy, Od.3.348, Alc.49, Thgn. 165, 181, Sol.4.23, Pi.N. 7.19.—Poet. word, found in Com., as Ar.Pl.976, Philetaer.4, Diod. Com.2.8, in Pl.R.578a, and in later Prose, as PPetr.3p.73 (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, LXX Ex.22.25, etc.; π. δίαιτα Phld. Oec.p.48 J.: Comp. πενιχρότερος Ph.2.284, Sup. -ότατος Plb.6.21.7. Adv. -χρῶς Arist.Pol.1252b3. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also Man.2.416, elsewh. ῑ by position.]

German (Pape)

[Seite 555] wie πένης, arm, dürftig; Od. 3, 348; Ggstz von ἀφνειός, Pind. N. 7, 19; Ar. Plut. 976; ψυχή, Plat. Rep. IX, 578 a; οἱ πενιχρότατοι, Pol. 6, 21, 7; θυσίη, Apollnds 7 (VI, 105); κόμ η, Rufin. 37 (V, 27); a. Sp. – [Man. 2, 416 braucht die mittlere Sylbe kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πενιχρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πένης, ἄπορος, ἐν ἀνάγκῃ διατελῶν, ἐνδεής, Θεόγν. 165 181, Σόλων 3. 23, Πινδ. Ν. 7. 27· ― ἀρχαία ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (ἴδε Ἀριστοφ. Πλ. 976, Φιλέταιρον ἐν «Ἀχιλλεῖ» 1, Διόδωρον Σινωπέα ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 8), παρὰ Πλάτ. Πολ. 578Α, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. ― Ἐπίρρ., -χρῶς Ἀριστ. Πολιτικ 1. 2, 3

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
pauvre, indigent.
Étymologie: πένης.

English (Autenrieth)

poor, needy, Od. 3.348†.

English (Slater)

πενῐχρός
   1 poor ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19)

English (Strong)

prolongation from the base of πένης; necessitous: poor.

English (Thayer)

πενιχρα, πενιχον (from πένομαι, see πένης), needy, poor: Homer, Odyssey 3,348 down; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑ
αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)
νεοελλ.
1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)
2. ο δηλωτικός της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)
αρχ.
ενδεής, φτωχός, άπορος.
επίρρ...
πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑ
με πενιχρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυ-χρός, μελι-χρός)].

Greek Monotonic

πενιχρός: -ά, -όν, όπως το πένης, φτωχός, πάμπτωχος, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

πενιχρός: Hom., Pind., Plat., Polyb., NT = πένης I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενιχρός -ά -όν [πένης] zelden in proza, arm, behoeftig; adv. πενιχρῶς op een zuinige manier.