σκαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκᾰλεύω:''' <b class="num">1)</b> разгребать (ἄνθρακας Arph.): μαχαίρᾳ или σιδήρῳ [[πῦρ]] μὴ σ. погов. [[Pythagoras]] ap. Arst., Plut. не разгребать огня мечом, т. е. не подливать масла в огонь;<br /><b class="num">2)</b> ковырять (τὰ [[ὦτα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> скрести ([[ὄρνις]] σκαλεύει Plut.).
|elrutext='''σκᾰλεύω:''' <b class="num">1)</b> разгребать (ἄνθρακας Arph.): μαχαίρᾳ или σιδήρῳ [[πῦρ]] μὴ σ. погов. [[Pythagoras]] ap. Arst., Plut. не разгребать огня мечом, т. е. не подливать масла в огонь;<br /><b class="num">2)</b> ковырять (τὰ [[ὦτα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> скрести ([[ὄρνις]] σκαλεύει Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰλεύω,<br />to [[stir]], [[poke]], ἄνθρακας Ar., Luc. = [[σκάλλω]]
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλεύω Medium diacritics: σκαλεύω Low diacritics: σκαλεύω Capitals: ΣΚΑΛΕΥΩ
Transliteration A: skaleúō Transliteration B: skaleuō Transliteration C: skaleyo Beta Code: skaleu/w

English (LSJ)

   A = σκάλλω, stir, poke, ἄνθρακας Ar. Pax440; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σ., i.e. don't provoke an angry m<*>n, Pythag. prov. in Arist.Fr.197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, <*>L. 8.17; σ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr.960b35, 961a37: abs., of pou<*>y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά <μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp.47 D.

German (Pape)

[Seite 888] = σκάλλω, behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεύω: σκάλλω, ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «σκαλίζω», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».

French (Bailly abrégé)

fouir, fouiller ; σκ. πῦρ PLUT tisonner, attiser du charbon ou du feu.
Étymologie: σκαλεύς.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι
αρχ.
1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ' ἄνθρακας», Αριστοφ.)
2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω ελαφρώς
3. παροιμ. φρ. α) «πῡρ μαχαίρα μὴ σκαλεύειν» — μην ερεθίζεις άνθρωπο που είναι ήδη οργισμένος, κν. μην ρίχνεις λάδι στη φωτιά (Αριστοτ.)
β) «αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά [μοι]» — έσυρα το όπλο με το οποίο θα θανατωθώ (Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

σκᾰλεύω: παρακ. ἐσκάλευκα, = σκάλλω, ανακινώ υποκινώ, υποδαυλίζω, αναδεύω, ανασκαλεύω, αναμοχλεύω, σκαλίζω· ἄνθρακας, σε Αριστοφ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλεύω [σκάλλω] opporren, oprakelen (van vuur); overdr.. μαχαίρᾳ πῦρ... σκαλεύειν vuur met een mes oprakelen (= olie op het vuur gooien) Plut. Num. 14.6.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλεύω: 1) разгребать (ἄνθρακας Arph.): μαχαίρᾳ или σιδήρῳ πῦρ μὴ σ. погов. Pythagoras ap. Arst., Plut. не разгребать огня мечом, т. е. не подливать масла в огонь;
2) ковырять (τὰ ὦτα Arst.);
3) скрести (ὄρνις σκαλεύει Plut.).

Middle Liddell

σκᾰλεύω,
to stir, poke, ἄνθρακας Ar., Luc. = σκάλλω