ὑπαλύσκω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰλύσκω:''' избегать, ускользать (ὑ. τι Hom.).
|elrutext='''ὑπᾰλύσκω:''' избегать, ускользать (ὑ. τι Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic aor1 ὑπ-άλυξα = [[ὑπαλεύομαι]]<br />to [[avoid]], [[shun]], [[flee]] from, [[escape]], Hom.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰλύσκω Medium diacritics: ὑπαλύσκω Low diacritics: υπαλύσκω Capitals: ΥΠΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: hypalýskō Transliteration B: hypalyskō Transliteration C: ypalysko Beta Code: u(palu/skw

English (LSJ)

Ep. Verb,

   A = ὑπαλεύομαι, used by Hom. only in aor., flee from, escape, τέλος θανάτοιο . . ὑπαλύξας Il.11.451; ὑπὸ κῆρας ἀλύξας 12.113, cf. 327, Od.4.512; τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε 5.430; ὑπάλυξεν ἀέλλας 19.189; χρεῖος ὑπαλύξας having got quit of a debt (without paying it), 8.355 (for Il.21.126, v. ὑπαΐσσω): abs., Hes.Sc.304, Thgn. 817: fut. ὑπαλύξειν A.R.3.336.

German (Pape)

[Seite 1181] (s. ἀλύσκω), p. = ὑπαλεύομαι, vermeiden, entfliehen, entkommen; c. accus., Κῆρας, τέλος θανάτοιο, κῦμα, ἀέλλας, Il. 11, 451. 12, 327 Od. 4, 512. 5, 430. 19, 189; χρεῖος ὑπαλύξας, einer Schuld entwischend, ohne sie zu bezahlen, Od. 8, 355; ohne Casus, Hes. Sc. 304, Theogn. 815.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαλύσκω: Ἐπικ. ῥῆμα, = ὑπαλεύομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ., ἐκφεύγω, διαφεύγω, φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον οὐδ’ ὑπάλυξας Ἰλ. Λ. 451· ὑπὸ κῆρας ἀλύξας Μ. 113, πρβλ. 327, Ὀδ. Δ. 512 τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε Ε. 430, ὑπάλυξεν ἀέλλας Τ. 189· χρεῖος ὑπαλύξας, ὑπεκφυγὼν τὸ χρέος, ἀπαλλαχθεὶς αὐτοῦ (χωρὶς νὰ τὸ πληρώσῃ), Θ. 355 (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Φ. 126, ἴδε ὑπαΐσσω)· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 304, Θέογν. 815· μέλλ. ὑπαλύξειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 336.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπαλύξω, ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπάλυξε;
échapper à, fuir, acc..
Étymologie: ὑπό, ἀλύσκω.

English (Autenrieth)

aor. ὑπάλυξα: avoid, evade, escape from.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγωχρείος ὑπαλύξας», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλύσκω «διαφεύγω, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπᾰλύσκω: Επικ. αόρ. αʹ ὑπ-άλυξα = ὑπαλεύομαι, αποφεύγω, εκφεύγω, εγκαταλείπω, διαφεύγω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰλύσκω: избегать, ускользать (ὑ. τι Hom.).

Middle Liddell

epic aor1 ὑπ-άλυξα = ὑπαλεύομαι
to avoid, shun, flee from, escape, Hom.