κόλον: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(nl) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κόλον -ου, τό dikke darm. | |elnltext=κόλον -ου, τό dikke darm. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">large intestine, ileum</b> (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = <b class="b3">ἡ τροφή</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to <b class="b3">κυλλός</b> [[curbed]], <b class="b3">κελλόν στρεβλόν</b> H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect [[καλίδια]] <b class="b3">ἔντερα</b>. <b class="b3">Κύπριοι</b> H. (s. v.). Late Greek had the form <b class="b3">κῶλον</b>, through influence of <b class="b3">κῶλον</b> [[member]]. Fur. 131 connects <b class="b3">χοάς</b> [[intestines]], further <b class="b3">χόλικες</b>, <b class="b3">γόλα ἔντερα</b>. <b class="b3">Μακεδόνες</b> (<b class="b3">γόδα</b> codd.), <b class="b3">γάλλια ἔντερα</b>, <b class="b3">γάλλος</b> = <b class="b3">χόλιξ</b>; none really convincing. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:14, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.
German (Pape)
[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.
Greek Monolingual
το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].
Greek Monotonic
κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόλον: τό анат. толстая кишка Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλον -ου, τό dikke darm.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: large intestine, ileum (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός curbed, κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον member. Fur. 131 connects χοάς intestines, further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες (γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.