στωμυλία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />babil, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[στωμύλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />babil, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[στωμύλος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ και [[στομυλία]] Α [[στωμύλος]]<br /><b>1.</b> [[ευχερής]] και ευχάριστη [[πολυλογία]]<br /><b>2.</b> [[ευφράδεια]], [[ευγλωττία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[φληνάφημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στωμῠλία Medium diacritics: στωμυλία Low diacritics: στωμυλία Capitals: ΣΤΩΜΥΛΙΑ
Transliteration A: stōmylía Transliteration B: stōmylia Transliteration C: stomylia Beta Code: stwmuli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wordiness, Ar.Ra.1069, Plb.9.20.6; persiflage, small talk, AP7.222 (Phld.); σ. Ἀττική Stesimbr.4 J.

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

στωμῠλία: ἡ, εὐτραπελολογία, πολυλογία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· ὁμιλία ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, φληνάφημα, μωρολογία, Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: στωμύλος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.

Greek Monotonic

στωμῠλία: ἡ, πολυλογία, ομιλία για ασήμαντα πράγματα, φλυαρία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στωμῠλία: ион. στωμῠλίη ἡ болтливость, словоохотливость Arph., Polyb., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στωμυλία -ας, ἡ [στωμύλος] praatzucht, het babbelen.