κατοικία: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.
|elnltext=κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατοικία]], ἡ, [from [[κατοικέω]]<br />a [[settlement]], [[colony]]: the [[foundation]] of a [[colony]], Plut.
}}
}}

Revision as of 02:48, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικία Medium diacritics: κατοικία Low diacritics: κατοικία Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: katoikía Transliteration B: katoikia Transliteration C: katoikia Beta Code: katoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.).    2 settlement, colony, Str.5.4.11; esp. of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47.    3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
établissement d’une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.

English (Strong)

residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.

English (Thayer)

κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.

Greek Monotonic

κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικία:
1) заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2) основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3) селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.

Middle Liddell

κατοικία, ἡ, [from κατοικέω
a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.