ὀπωπή: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀπωπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;<br /><b class="num">2)</b> зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения. | |elrutext='''ὀπωπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;<br /><b class="num">2)</b> зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀπωπή]], ἡ, [[ὄπωπα]] [poetic for [[ὄψις]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sight]] or [[view]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[sight]], [[power]] of [[seeing]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (ὄπωπα) poet. for ὄψις,
A a sight or view, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97. 2 outward appearance, μετεβάλλετ' ὀπωπάν Erinn.in PSI9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. Nonn.D.2.60, al. II sight, power of seeing, ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512. 2 eyeball, A.R.2.109 : pl., ib.445 ; but, eyes, Id.3.1023,4.1670, Opp.C.3.75.
German (Pape)
[Seite 364] das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωπή: ἡ, (ὄπωπα) Ποιητ. ἀντὶ ὄψις, θέα, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ὅρασις, χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ ὀφθαλμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, αὐτόθι 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vue, action de voir;
2 vue, regard.
Étymologie: ὄψομαι.
English (Autenrieth)
(ὄπωπα): sight, power of vision, Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the view,’ ‘thine eyes have seen,’ Od. 3.97.
Greek Monolingual
ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση της όρασης
4. ο βολβός του οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].
Greek Monotonic
ὀπωπή: ἡ (ὄπωπα), ποιητ. αντί ὄψις,
I. θέα ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.
II. όραση, η ικανότητα του να βλέπει κάποιος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωπή: ἡ
1) видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;
2) зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.
Middle Liddell
ὀπωπή, ἡ, ὄπωπα [poetic for ὄψις
I. a sight or view, Od.
II. sight, power of seeing, Od.