ἀπαιτέω: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(1a) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαιτέω:''' <b class="num">1)</b> настаивать на возврате, требовать обратно (τινα Her. и τί τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> требовать (τινά τι Arph., Xen., Plat.; τι [[παρά]] τινος Arst. и τινα ποιεῖν τι Aesch.; τι [[ἀντί]] τινος Arph.): ἀ. τινα λόγον Plat. требовать с кого-л. отчета; δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀ. Aesch. требовать наказания виновных;<br /><b class="num">3)</b> pass. быть требуемым ([[δαπάνη]] ἀπαιτεομένη Her.), но тж. получать требуемое: ἀπαιτέομαί τι [[ὑπό]] τινος Xen. кто-л. требует с меня чего-л.; однако: οὐκ ἀπαιτούμεσθα Eur. (pl. = sing.) предъявленное мне требование несправедливо. | |elrutext='''ἀπαιτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> настаивать на возврате, требовать обратно (τινα Her. и τί τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> требовать (τινά τι Arph., Xen., Plat.; τι [[παρά]] τινος Arst. и τινα ποιεῖν τι Aesch.; τι [[ἀντί]] τινος Arph.): ἀ. τινα λόγον Plat. требовать с кого-л. отчета; δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀ. Aesch. требовать наказания виновных;<br /><b class="num">3)</b> pass. быть требуемым ([[δαπάνη]] ἀπαιτεομένη Her.), но тж. получать требуемое: ἀπαιτέομαί τι [[ὑπό]] τινος Xen. кто-л. требует с меня чего-л.; однако: οὐκ ἀπαιτούμεσθα Eur. (pl. = sing.) предъявленное мне требование несправедливо. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[demand]] [[back]], [[demand]], Hdt.:— ἀπ. τί τινα to [[demand]] [[something]] of one, Hdt., [[attic]]; ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρός Soph.; also, [[χάριν]] ἀπ. τινα Plat.<br /><b class="num">II.</b> Pass., of things, to be demanded in [[payment]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of persons, to [[have]] demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[demand]] [[back]], [[demand]], Hdt.:— ἀπ. τί τινα to [[demand]] [[something]] of one, Hdt., [[attic]]; ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρός Soph.; also, [[χάριν]] ἀπ. τινα Plat.<br /><b class="num">II.</b> Pass., of things, to be demanded in [[payment]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of persons, to [[have]] demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 10 January 2019
English (LSJ)
A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ BCH7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel.963, Ar.Av.554, D.1.22; εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph.362; χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr.241a, etc.; τι παρά τινος Arist. de An.408a18; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch.398; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R.599b; ἀ. ὑπέρ τινος ib.612d; ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN1164a17: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp.385. b call down on oneself, ποινάς Jul.Or.2.59a (and so Med., ib.58a). c of things, require, νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu.Agis16: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1. 2 inquire, ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν Str.12.3.24. II Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35. 2 of persons, have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33 (i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph.602.
German (Pape)
[Seite 275] 1) ab-, zurückfordern, Ἑλένην Her. 1, 3; ὅπλα τοῦ πατρός Soph. Phil. 362; bes. von Dingen, die man von Rechtswegen fordert, eintreiben, δίκας ἐξ ἀδίκων Aesch. Ch. 392; τὴν ἀρχὴν τὸν Δία Ar. Av. 554; μισθόν τινα Xen. An. 7, 6, 17; τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ, ἑαυτοῦ γὰρ εἶναί φησιν 2, 5, 38; ἀπῄτουν σε, ἃ ὑπέσχου 7, 7, 21; λόγον τινά, Rechenschaft fordern, Plat. Rep. X, 599 b; τὸ δάνειον Dem. 34, 12; χρήματα Lept. 11; χρέος ἀπαιτεῖσθαι, um eine Schuld gemahnt werden; τινὰ χάριν ἀντί τινος Lys. 18, 23; pass., ἐμὲ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. Apol. 17. Ein übertragenes Amt wieder abnehmen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτέω: μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ μισθάριον γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· ὡσαύτως, ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· χάριν ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι παρά τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· ὡσαύτως, ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα περί τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος αὐτόθι 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ δαπάνη τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ τέλος Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀπῄτουν, f. ἀπαιτήσω, pf. ἀπῄτηκα;
1 redemander, acc.;
2 demander une chose à laquelle on a droit : ἀπ. δίκην ἔκ τινος ESCHL demander justice à qqn ; ἀπ. τινά τι réclamer qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, αἰτέω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [3.a plu. imper. med. ἀπαιτείσθωσαν POxy.1414.2 (III d.C.)]
I c. suj. de pers.
1 pedir la devolución o reclamar la entrega de alguien o algo a lo que se tiene derecho, c. ac. de pers. o cosa τὴν θυγατέρα (Μηδείην) Hdt.1.2, Ἑλένην Hdt.1.3, τὴν παραθήκην Hdt.6.86α, σκῆπτρα E.Ph.601, εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22, νεκρούς E.Supp.725, Th.3.113, τὴν σωτηρίαν E.Or.678, τἀργύριον Ar.Nu.1247, τὰς ναῦς Th.4.23, Πύλον Th.5.35, τὸ μισθάριον Diph.43.34, τέλθος ... ἑκατὸν βόας Call.Cer.77, τὴν ψυχήν Eu.Luc.12.20
•exigir δίκαν A.Ch.398, τά θ' ὅπλ' ἀπῄτουν τοῦ πατρός S.Ph.362, τὰς αἰτίας Plu.2.28b, τὰς χρείας Plu.2.820b, en v. pas. ἡ δαπάνη ... ἀπαιτεομένη Hdt.5.35
•en gener. exigir, pedir c. ac. de pers. y de cosa μνηστῆρ[ας] ... ὅρκια πιστά Hes.Fr.204.78, αὐτοὺς τὰ ἀριστήια Hdt.8.122, τὴν ἐμὴν δάμαρτά σε E.Hel.963, τὴν ἀρχὴν τὸν Δι' Ar.Au.554, Πασαγὰς αὐτόν D.1.22, ἔμ' ... εὐθύνας D.18.245, αὐτὸν χάριν Pl.Phdr.241a
•en v. pas. ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίας X.Ap.17, τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Sap.15.8
•c. ac. de pers. e inf. σ' ἀπαιτεῖ ... θάψαι νεκρούς E.Supp.385
•c. prep. ταῦτα ... παρ' ἐμοῦ D.18.245, τοῦτο ... παρ' Ἐμπεδοκλέους Arist.de An.408a18
•c. inf. ἀπαιτῶ ... ἡμᾶς ὁμολογεῖν pido que nosotros reconozcamos Pl.R.612d, ἀπ<αιτ>εῖ δίκην <ἑλεῖ>ν Antipho Soph.B 44A.6.29
•en v. med. reclamar para sí ποινάς Iul.Or.3.59a
•tb. c. sent. permisivo admitir una reclamación οὐκ ἀπαιτούμεσθα E.Ph.602
•abs. reclamar Is.3.78, en v. pas. ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται que pagará cuando se le reclame, BGU 1058.33 (I a.C.)
•reclamar una deuda Phoc.6.2
•cobrar impuestos, PMich.577.11.
2 preguntar c. ac. de pers. e interr. ind. αὐτόν, τίνες εἰσίν οἱ ... Str.12.3.24.
II c. suj. de cosas exigir, requerir c. ac. τρόπαια ὕμνους Gorg.B 5b, αἱ νοῦσοι, ὁκόσαι ... ἀπαιτέουσι σικύην Aret.CA 1.10.12, μῆνα τρισκαιδέκατον ἀπαιτούσης ... τῆς περιόδου Plu.Agis 16, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ GVI 1955.6 (Tralles I d.C.)
•abs. ὡς ἂν ἀπαιτῇ τὸ πρᾶγμα Ael.Tact.15.1
•en v. pas. τὸ ἀπότακτον τοῦτο ἐκ Χαιρήμονος PFay.39.17 (II d.C.)
•gram. regir ἐπιθετικὸν ὄνομα A.D.Adu.120.23, cf. Synt.91.6.
English (Strong)
from ἀπό and αἰτέω; to demand back: ask again, require.
English (Thayer)
ἀπαίτω; to ask back, demand back, exact something due (σήμερον δανειει καί αὔριον ἀπαιτήσει): τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν (Tr WH αἰτοῦσιν) thy soul, intrusted to thee by God for a time, is demanded back, τό τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθείς χρέος). (In Greek writings from Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀπαιτέω: μέλ. -ήσω,
I. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, εγείρω απαίτηση, σε Ηρόδ.· ἀπαιτῶ τί τινα, απαιτώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Αττ.· ἀπαιτῶ τὰὅπλα τοῦ πατρός, σε Σοφ.· επίσης, χάριν ἀπαιτῶ τινα, σε Πλάτ.
II. Παθ.,
1. λέγεται για πράγματα, απαιτούμαι προς πληρωμή, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον· ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιτέω:
1) настаивать на возврате, требовать обратно (τινα Her. и τί τινος Soph.);
2) требовать (τινά τι Arph., Xen., Plat.; τι παρά τινος Arst. и τινα ποιεῖν τι Aesch.; τι ἀντί τινος Arph.): ἀ. τινα λόγον Plat. требовать с кого-л. отчета; δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀ. Aesch. требовать наказания виновных;
3) pass. быть требуемым (δαπάνη ἀπαιτεομένη Her.), но тж. получать требуемое: ἀπαιτέομαί τι ὑπό τινος Xen. кто-л. требует с меня чего-л.; однако: οὐκ ἀπαιτούμεσθα Eur. (pl. = sing.) предъявленное мне требование несправедливо.
Middle Liddell
I. to demand back, demand, Hdt.:— ἀπ. τί τινα to demand something of one, Hdt., attic; ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρός Soph.; also, χάριν ἀπ. τινα Plat.
II. Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.
2. of persons, to have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen.