ἔναγχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(1ab)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[[ἄγχι]]<br />[[just]] now, [[lately]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[[ἄγχι]]<br />[[just]] now, [[lately]], Ar., Plat.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἔναγχος''': {énagkhos}<br />'''Grammar''': Adv.<br />'''Meaning''': [[neuerdings]], [[jetzt]], [[vor kurzem]] (att.).<br />'''Etymology''' : Von ἐν und [[ἄγχι]], aber im einzelnen unklar. Zu ἐν- vgl. [[ἔμπλην]], [[ἔμπαλιν]], [[ἔναντι]] u. a.; der Ausgang -ος erinnert an [[πάρος]], ist aber nicht befriedigend erklärt. Nicht überzeugend Schwyzer 633 : aus *ἀγχος Gen. zu [[ἄγχι]] mit verstärkendem ἐν.<br />'''Page''' 1,509
}}
}}

Revision as of 14:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναγχος Medium diacritics: ἔναγχος Low diacritics: έναγχος Capitals: ΕΝΑΓΧΟΣ
Transliteration A: énanchos Transliteration B: enanchos Transliteration C: enagchos Beta Code: e)/nagxos

English (LSJ)

Adv.

   A just now, lately, Ar.Nu.639, Eup.181.2, Lys.19.50, Pl.Grg.462c, D.21.36; τὸ ἔ. Ar.Ec.823; opp. πάλαι, Isoc.19.43; τὸ ἔ. πάθος the recent misfortune, App.BC1.9: c. gen., ἔ. τοῦ Χρόνου D.H.7.45.

German (Pape)

[Seite 824] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, ἄγχι) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; ἔναγχος τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz πάλαι, Isocr. 19, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναγχος: Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, ἀρτίως, πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ ἀρτίως, νεωστὶ καὶ προσφάτως εἶναι ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ ἔναγχος πάθος, τὸ τελευταῖον δυστύχημα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., ἔναγχος τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à l’heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l’autre jour.
Étymologie: ἐν, ἄγχι.

Spanish (DGE)

adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳ hace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2, ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Lys.19.50, ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενον X.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31, ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντες D.11.5, op. πάλαι ‘hace tiempo’ οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντων Isoc.19.43, cf. Paus.4.21.10, ἔγημ' ἔ. Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2, στρατιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντων PLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλογισμῷ PHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.), ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας) POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
en constr. adnom. τὸ ἔ. πάθος la desgracia reciente App.BC 1.9, ὁ ἔ. ἀγών IAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen. τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματα D.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca τῷ πελάγει ἔ. προσελθών Aesop.307.

Greek Monolingual

ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.

Russian (Dvoretsky)

ἔναγχος: adv. недавно Arph., Lys., Isocr., Plat., Arst.

Frisk Etymological English

See also: s. ἄγχι

Middle Liddell

adverbἄγχι
just now, lately, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

ἔναγχος: {énagkhos}
Grammar: Adv.
Meaning: neuerdings, jetzt, vor kurzem (att.).
Etymology : Von ἐν und ἄγχι, aber im einzelnen unklar. Zu ἐν- vgl. ἔμπλην, ἔμπαλιν, ἔναντι u. a.; der Ausgang -ος erinnert an πάρος, ist aber nicht befriedigend erklärt. Nicht überzeugend Schwyzer 633 : aus *ἀγχος Gen. zu ἄγχι mit verstärkendem ἐν.
Page 1,509