ἀμφιπένομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπένομαι:''' <b class="num">1)</b> хлопотать вокруг, ухаживать, окружать заботой (τινα Hom.): δῶρα ἀ. Hom. приготовлять дары;<br /><b class="num">2)</b> пожирать, растерзывать (sc. νέκυν Hom.).
|elrutext='''ἀμφιπένομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> хлопотать вокруг, ухаживать, окружать заботой (τινα Hom.): δῶρα ἀ. Hom. приготовлять дары;<br /><b class="num">2)</b> пожирать, растерзывать (sc. νέκυν Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to be busied [[about]], [[take]] [[charge]] of, c. acc., Hom.; τὸν κύνες ἀμφεπένοντο the dogs made a [[meal]] of him, Il.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to be busied [[about]], [[take]] [[charge]] of, c. acc., Hom.; τὸν κύνες ἀμφεπένοντο the dogs made a [[meal]] of him, Il.
}}
}}

Revision as of 11:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπένομαι Medium diacritics: ἀμφιπένομαι Low diacritics: αμφιπένομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipénomai Transliteration B: amphipenomai Transliteration C: amfipenomai Beta Code: a)mfipe/nomai

English (LSJ)

Ep. only pres. and impf.,

   A = πένομαι ἀμφί τινα, to be busied about, take charge of, c. acc. pers., οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467; of people tending a wounded man, Il.4.220, 16.28, Od. 19.455: c. acc. rei, δῶρα Il.19.278; τάφον, στόλον, δόρπον, A.R. 2.925, 1199, 4.883; ταῦρον Id.3.271.    b τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο dogs made not a meal of him, Il.23.184, cf. 21.203; λέων . . ὅν τ' ἐν ὄρεσσιν ἀνέρες ἀμφιπένονται hem in, A.R.2.27.

German (Pape)

[Seite 141] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπένομαι: Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., πένομαι ἀμφί τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος περί τινα, λαμβάνω τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀλλά, β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφεπενόμην;
prendre soin de, acc. ; en mauv. part s’acharner après.
Étymologie: ἀμφί, πένομαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: work about, attend (to), tend; of persons, esp. the sick or wounded, sometimes of things, Il. 19.278; ironically, τὸν ἴχθυες ἀμφεπένοντο, ‘were at work around him,’ Il. 21.203, Il. 23.184.

Spanish (DGE)

1 atender, cuidar c. ac. de pers., a un herido Il.4.220, 13.656, 16.28, Od.19.455
a alguien sano atender, agasajar οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467
cuidar, ayudar τὴν (Ἔρις) δὲ Φόβος καὶ Δεῖμος ... ἀμφεπένοντο Q.S.10.57
en sent. hostil acosar ὅν (λέων) τ' ἐν ὄρεσσι ἀνέρες ἀμφιπένονται A.R.2.27.
2 cuidar de, ocuparse de, preparar c. ac. de cosa δῶρα Il.19.278, τάφον A.R.2.925
esp. de la comida δόρπον A.R.4.883
preparar para comer ταῦρον A.R.3.271, de un cadáver τὸν δ' οὐ κύνες ἀμφεπένοντο los perros no se ocuparon de él, Il.23.184, cf. 21.203.

Greek Monolingual

ἀμφιπένομαι (Α)
(επικό ρήμα μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. ασχολούμαι με κάποιον ή κάτι, περιποιούμαι, φροντίζω
2. περικυκλώνω, περικλείω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πένομαι.

Greek Monotonic

ἀμφιπένομαι: αποθ., ενασχολούμαι με κάτι, έχω τη φροντίδα κάποιου, με αιτ., σε Όμηρ.· τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δεν τον κατεσπάραξαν τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπένομαι:
1) хлопотать вокруг, ухаживать, окружать заботой (τινα Hom.): δῶρα ἀ. Hom. приготовлять дары;
2) пожирать, растерзывать (sc. νέκυν Hom.).

Middle Liddell


Dep. to be busied about, take charge of, c. acc., Hom.; τὸν κύνες ἀμφεπένοντο the dogs made a meal of him, Il.